-
1 εγγραφος
-
2 έγγραφος
-
3 ἔγγραφος
-
4 ἔγγραφος
ἔγγραφος, ον (ἐν ±γραφος, s. ἐγγράφω; Polyb.; Dio Chrys. 59 [76], 2 ἔ. νόμος; Plut.; Lucian; TestSol 1:3 C; TestJob 11:7; Just., D. 120, 6; Mel., HE 4, 26, 10; ins; POxy 70, 4, al. in pap; adv.-ως Demetr.: 722 Fgm. 3 Jac.; freq. used as an administrative term) pert. to being officially recorded, recorded, enrolled ἔ. γίνεσθαι 1 Cl 45:8; recorded Hs 5, 3, 8.—DELG s.v. γράφω. -
5 έγγραφος
η, ο [ος, ον ] письменный;έγγραφη απάντηση — письменный ответ
-
6 ἔγγραφος
A written, Plb.3.21.4, Luc.Herm.24, etc.; ἔγγραφα, τά, documents, OGI335.137 (Pergam.). Adv. - φως Inscr.Prien.113.37 (i B. C.), J.BJ1.27.1, SIG880.68 ([place name] Pizus), Porph.Chr.27.II enrolled, IG12.949.III ἔγγραφοι πατέρες, = patres conscripti, D.H.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγραφος
-
7 εγγράφω
ἔγγραφοςwritten: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἔγγραφοςwritten: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἐγγράφωmake incisions into: pres subj act 1st sgἐγγράφωmake incisions into: pres ind act 1st sg——————ἔγγραφοςwritten: masc /fem /neut dat sg -
8 έγγραφον
ἔγγραφοςwritten: masc /fem acc sgἔγγραφοςwritten: neut nom /voc /acc sgἐγγράφωmake incisions into: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐγγράφωmake incisions into: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
9 ἔγγραφον
ἔγγραφοςwritten: masc /fem acc sgἔγγραφοςwritten: neut nom /voc /acc sgἐγγράφωmake incisions into: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐγγράφωmake incisions into: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
10 εγγράφως
-
11 ἐγγράφως
-
12 счёт
-а (-у), προθ. о счте, на счету а.1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•
обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.
|| λογαριασμός•личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•
открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•
текущий счёт τρέχων λογαριασμός•
сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.
2. έγγραφος λογαριασμός•счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.
3. υπολογισμός.4. πλθ. -ы μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,5. αποτέλεσμα, σκορ•выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.
εκφρ.-ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•за счёт чего – σε βάρος του•на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•на чей ή какой счёт – κ. за чей ή какой счёт σε βάρος•на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•по -у первый, второй – κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό. -
13 ἀξίωσις
ἀξίωσις, ἡ, 1) die Würdigung, Her. 6, 133; übh. wie ἀξίωμα, Würde, Ansehen, Thuc. 2, 65; μορφῆς ἀξιώσει βασιλικός Dion. Hal. 1, 58; die Meinung, Thuc. 3, 9; ἀξίωσιν λαβεῖν, eine Meinung fassen, 2, 88. – 2) Bitte, Thuc. 1, 37. 41; Pol. 1, 67 u. öfter; ἀξ. ἔγγραφος, schriftliches Gesuch, Plut. Demetr. 42. – 3) die Geltung od. Bedeutung eines Wortes, ὀνόματος Thuc. 3, 82.
-
14 αξιωσις
- εως, ион. ιος ἥ1) оказание честиδορεέν δοῦναί τινι τῆς ἀξιώσιος εἵνεκέν τινος Her. — одарить кого-л. за то, что он удостоил чего-л.
2) честь, достоинство(Ἑλλήνων Thuc.)
3) благородство, знатность(ἀξιώσει προήκειν Thuc.)
4) требование, тж. пожелание или просьба(ἀπό τινος Thuc.; ἀξιώσεις καὴ παρακλήσεις Polyb.; ἀ. ἔγγραφος Plut.)
5) мнение, взгляд(ἀξίωσιν λαβεῖν Thuc.; μεταφέρειν ἀξίωσιν ἐκ δημοκρατίας Aeschin.)
6) значение, смысл(ὀνομάτων Thuc., Plut.)
-
15 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
16 письменный
пи́сьменн||ыйприл1. (написанный) γραπτός, Εγγραφος, γραφτός:\письменныйая работа τό γραπτό· в \письменныйой форме ἐγγράφως, γραπτώς·2. (служащий для писания) τής γραφής:\письменныйый прибор ἡ καλαμαριά· \письменныйый стол τό γραφεῖο[ν]· \письменныйые принадлежности τά σκεύη τοῦ γραφείου. -
17 διαταγή
η приказ; команда; приказание, распоряжение;έγγραφος διαταγή — письменный приказ;
προφορική διαταγή — устное распоряжение;
δίδω διαταγή — отдавить приказ, подавать команду;
κατ' ανωτέραν διαταγήν — по распоряжению свыше;
κατά διαταγή — по приказу;
§ είμαι εις τάς διαταγάς σας — к вашим услугам, я в вЗшем распоряжении;
γραμμάτιον εις διαταγήν ком. — платёжное обязательство, вексель
-
18 έγγραφα
-
19 ἔγγραφα
-
20 έγγραφε
ἔγγραφοςwritten: masc /fem voc sgἐγγράφωmake incisions into: pres imperat act 2nd sgἐγγράφωmake incisions into: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἔγγραφος — written masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… … Dictionary of Greek
έγγραφος — η, ο 1. γραπτός, γραμμένος (αντίθ. προφορικός). 2. το ουδ. ως ουσ., έγγραφο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγγράφω — ἔγγραφος written masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔγγραφος written masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐγγράφω make incisions into pres subj act 1st sg ἐγγράφω make incisions into pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφως — ἔγγραφος written adverbial ἔγγραφος written masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγραφον — ἔγγραφος written masc/fem acc sg ἔγγραφος written neut nom/voc/acc sg ἐγγράφω make incisions into imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγράφω make incisions into imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφοις — ἔγγραφος written masc/fem/neut dat pl ἐγγράφω make incisions into pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφου — ἔγγραφος written masc/fem/neut gen sg ἐγγράφω make incisions into pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐγγράφω make incisions into imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφους — ἔγγραφος written masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφων — ἔγγραφος written masc/fem/neut gen pl ἐγγράφω make incisions into pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφῳ — ἔγγραφος written masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)