-
1 έβρεξε
-
2 ἔβρεξε
-
3 βρέχω
A , al., ([etym.] ἀπο-) Gal.6.591, etc.: [tense] aor.ἔβρεξα Hp.Mul.1.78
, Pl.Phdr. 254c, X.An.4.3.12, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.βρᾰχήσομαι LXX Is.34.3
: [tense] aor. , X.An.1.4.17, etc.: [tense] aor. 2 ἐβράχην [ᾰ] Hp.Mul.1.80, Arist.Pr. 906b26, Sotion p.190 W., Gal.6.270, Anacreont.31.26; but (ii A. D.), Wilcken Chr.341.6 (ii A. D.): [tense] pf.βέβρεγμαι Pi.O.6.55
, Hp.Acut.(Sp.) 47:— wet, of persons walking through water,τὸ γόνυ Hdt.1.189
;τοὺς πόδας Pl.Phdr. 229a
; steep in water, Hp.VM 3;ἐν οἴνῳ Id.Fract.29
; β. χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν shower wealth upon it, Pi.O.7.34;δακρύοισιν ἔβρεξαν ὅλον τάφον IG14.1422
;β. ἐν δάκρυσι τὴν στρωμνήν LXX Ps.6.7
, cf. 77(78).27:—[voice] Pass., get wet,βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν X.An.4.5.2
; βρέχεσθαι ἐν ὕδατι to be bathed in sweat or drench themselves, Hdt.3.104 (soἱδρῶτι β. τὴν ψυχήν Pl.Phdr. 254c
); βεβρεγμένος filled with water, opp. διερός, Arist.GC 330a17; of sponges, Id.Mete. 386b5;ἄλφιτα β. ἐν ὕδατι Hp.Mul.2.110
; to be rained upon, Plb.16.12.3;ὄμβροις Str. 15.1.13
; esp. in Egypt of the inundation of the Nile,τὰ βρεχέντα πεδία PFlor.331.6
(ii A. D.); ἡ βεβρεγμένη (sc. γῆ) PTeb.71.2 (ii B. C.), OGI669.57 (i A. D.);γῆ οὐ βρεχομένη LXX Ez.22.24
:—but also intr. in [voice] Act., to be inundated, PPetr.3p.119 (iii B. C.), PTeb.106.19 (ii B. C.): metaph., ἀκτῖσι βεβρεγμένος steeped, bathed in light, Pi.O. 6.55;σιγᾷ βρέχεσθαι Id.Fr. 240
; of hard drinkers,μέθῃ βρεχθείς E.El. 326
; βεβρεγμένος tipsy, Eub.126.II rain, send rain, Ev. Matt.5.45;Ζεὺς ἔβρεχε POxy.1482.6
(ii A. D.): c. acc.,ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν LXX Ex.9.23
; θεῖον ib.Ge.19.24, cf. Ev.Luc.17.29; ἄρτους Al.Ex.16.4.2 impers., βρέχει it rains, Telecl.54, Ep.Jac.5.17;ὅταν βρέχῃ Arr.Epict.1.6.26
; alsoἵνα ὑετὸς βρέχῃ Apoc.11.6
. -
4 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
.
См. также в других словарях:
ἔβρεξε — βρέχω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέχω — έβρεξα, βράχηκα και βρέχτηκα, βρεγμένος 1. υγραίνω, μουσκεύω: Μ’ έπιασε βροχή στο δρόμο και βράχηκα ως το κόκαλο. 2. κατουρώ: Το μωρό με έβρεξε όταν το πήρα στην αγκαλιά μου. 3. απρόσ., βρέχει ρίχνει βροχή: O Mάρτιος μας έβρεξε καλά φέτος. 4. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
одъждити — ОДЪЖД|ИТИ (22), Ю, ИТЬ гл. 1.Дать, послать в виде дождя: на||дѣюсѧ на б҃а иже въ пѹстыни людьмъ непокоривыимъ хлѣбъ нб҃сьныи ѡдъжди. ЖФП XII, 50б–в; с нб҃си манѹ ѡдожди. и ис камене водѹ изведе. ПНЧ 1296, 66; молившемъсѧ имъ нощью тою, ѡдъжди б҃ъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… … Dictionary of Greek
καταρρακτώδης — ες αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, ορμητικός («καταρρακτώδης βροχή»). επίρρ... καταρρακτωδώς με καταρρακτώδη τρόπο, σαν καταρράκτης, ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς). [ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης + κατάλ. ώδης (πρβλ. ανθ ώδης, χα ώδης). Η λ.… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
ολισθηρός — ή, ό (Α ὀλισθηρός, ά, όν) αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί») αρχ. 1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα 2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση. επίρρ...… … Dictionary of Greek
Πανελλήνιον — I Αρχαία ονομασία του υψηλότερου βουνού της Αίγινας, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ιερό του Δία, που χτίστηκε κατά την παράδοση από τον ήρωα Αιακό, όταν ο θεός άκουσε την παράκληση του και έβρεξε σε μια περίοδο μεγάλης ανομβρίας. Σήμερα στην… … Dictionary of Greek