Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑτεροζήλως

См. также в других словарях:

  • ἑτεροζήλως — ἑτερόζηλος zealous for one side. adverbial ἑτερόζηλος zealous for one side. masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόζηλος — ἑτερόζηλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ τού ενός μέρους, ο μεροληπτικός μσν. (για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος αρχ. 1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»