-
1 ἑτερό-ζηλος
ἑτερό-ζηλος, 1) dem Andern mehr geneigt, parteiisch, Eust. – Adv. ἑτεροζήλως, auf parteiische Weise, Hes. Th. 544. – 2) eine andere Kunst treibend, stch einer anderen Sache befleißigend, im Ggstz von ὁμόζηλος, Sext. Emp. adv. log. 1, 58; Lucill. 5 (XI, 2161.
-
2 ἑτερόζηλος
ἑτερό-ζηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερόζηλος
-
3 ἑτερόζηλος
ἑτερό-ζηλος, (1) dem anderen mehr geneigt, parteiisch. Adv. ἑτεροζήλως, auf parteiische Weise. (2) eine andere Kunst treibend, sich einer anderen Sache befleißigend, im Ggstz von ὁμόζηλος -
4 ετεροζηλος
См. также в других словарях:
λεπτόζηλος — λεπτόζηλος, ον (M) αυτός που ταιριάζει σε μικρόσωμο άνθρωπο («λεπτόζηλα ἱμάτια», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόζηλος — μεγαλόζηλος, ον (ΑM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] … Dictionary of Greek
ετερόζηλος — ἑτερόζηλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ τού ενός μέρους, ο μεροληπτικός μσν. (για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος αρχ. 1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα 2.… … Dictionary of Greek