Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑτερό-ζηλος

См. также в других словарях:

  • λεπτόζηλος — λεπτόζηλος, ον (M) αυτός που ταιριάζει σε μικρόσωμο άνθρωπο («λεπτόζηλα ἱμάτια», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόζηλος — μεγαλόζηλος, ον (ΑM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] …   Dictionary of Greek

  • ετερόζηλος — ἑτερόζηλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ τού ενός μέρους, ο μεροληπτικός μσν. (για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος αρχ. 1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»