-
1 εταίρα
ἑταίρᾱ, ἑταίραfem nom /voc /acc dual (ionic)ἑταίρᾱ, ἑταίραfem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ἑταίρᾱͅ, ἑταίραfem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἑταίρα
ἑταίρα, ἡ, fem. von ἑταῖρος, ep. auch ἑτάρη, Il. 4, 441, die Genossinn, Freundinn, Il. u. sonst; auch übertr., φόβου ἑταίρη, der Flucht, Il. 9, 2; die Leier heißt δαιτὶ ἑτ., Od. 17, 271. – Bei den Attikern = die Geliebte, Beischläferinn, Ar. u. A.; an sich drückt es keinen Vorwurf aus u. beschimpft nicht, dah. es für die so ganz andern griechischen Verhältnisse am besten durch Hetäre wiedergegeben wird. Vgl. z. B. Antiphan. bei Ath..XIII, 572 e.
-
3 εταιρα
эп. тж. ἑτάρη, ион. ἑταίρη ἥ1) подруга, спутница(Ἔρις, Ἄρεος κασιγνήτη ἑτάρη τε и φόρμιγξ, δαιτὴ ἑ. Hom.; ἑταῖροι καὴ ἑταῖραι Plat.)
φύζα φόβου ἑ. Hom. — бегство, сопутствующее страху2) гетера, любовница Her., Arph., Arst. -
4 ἑταίρα
1 companion ὑμεναίων, ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς companions of the bride P. 3.18ἐφίλησεν οὔτε δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας P. 9.19
-
5 ἑταίρα
ἑταίρα, ἡ, die Genossinn, Freundin; auch übertr., φόβου ἑταίρη, der Flucht; die Leier heißt δαιτὶ ἑτ.; Bei den Attikern = die Geliebte, Beischläferin; an sich drückt es keinen Vorwurf aus u. beschimpft nicht, dah. es für die so ganz andern griechischen Verhältnisse am besten durch Hetäre wiedergegeben wird -
6 ἑταίρα
Βλ. λ. εταίρα -
7 ἑταίρᾳ
Βλ. λ. εταίρα -
8 εταίρα
η1) женщина лёгкого поведения; публичная женщина; 2) ист. гетера -
9 ἑταίρα
-ας ἡ N 1 0-2-0-1-2=5 Jgs 11,2; Prv 19,13; 2 Mc 6,4; Sir 41,22courtesan 2 Mc 6,4; courtesan, pro-stitute Prv 19,3 -
10 ἑταίρα
-
11 εταίρα
catin -
12 εταίρα
ladacznica (f) rzecz. -
13 εταίρα
hampejznice -
14 εταίρα
1) courtesan2) harlotΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εταίρα
-
15 hampejznice
εταίρα -
16 courtesan
εταίρα -
17 harlot
εταίρα -
18 ladacznica
εταίρα -
19 εταίρας
-
20 ἑταίρας
См. также в других словарях:
ἑταίρα — ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc/acc dual (ionic) ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίρᾳ — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… … Dictionary of Greek
εταίρα — η γυναίκα κοινή, πόρνη, παλλακίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταίρας — ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem acc pl (ionic) ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίραι — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίραν — ἑταίρᾱν , ἑταίρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτάραι — ἑταίρα fem nom/voc pl (epic) ἑτάρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμαίθα — Εταίρα από τα Μέγαρα. Επειδή κάποτε την άρπαξαν μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, οι Μεγαρείς για να εκδικηθούν, άρπαξαν με τη σειρά τους δύο εταίρες φίλες της Ασπασίας του Περικλή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και… … Dictionary of Greek
ἑταιρᾶν — ἑταίρα fem gen pl (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρῶν — ἑταίρα fem gen pl (ionic) ἑταιρέω keep company with pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)