-
1 εταίρ'
-
2 ἑταῖρ'
-
3 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
4 εταιρ(ε)ία
η1) общество;επιστημονική εταιρ(ε)ία — научное общество;
ιατρική εταιρ(ε)ία — общество врачей;
2):,(εμπορική) εταιρ(ε)ία — общество, товарищество, объединение, компания;
μετοχική εταιρ(ε)ία — акционерное общество;
ανώνυμος εταιρ(ε)ία — анонимное акционерное общество;
§ Φιλική εταιρ(ε)ία ист. « — Филики Этерия» (тайное революционное общество, которое возглавил генерал Ипсиланти в 1820 г.)
-
5 ἑταίρα
-
6 ἑταιρεία
ἑταιρ-εία, ἡ, also [full] ἑταιρία, E. Or. 1072, 1079, Th.3.82, Pl.R. 365d, D.10.259, Arist.Pol. 1272b34, al.; [dialect] Ion. [suff] ἑταιρ-ηΐη: ([etym.] ἑταῖρος):—A association, brotherhood,τῶν ἡλικιωτέων Hdt. 5.71
;ἑ. ποιεῖσθαι Isoc.3.54
(pl.) ;μαρτύρων συνεστῶσ' ἑ. D.21.139
;αἱ βόες νέμονται καθ' ἑταιρείας Arist.HA 611a7
; of a social group in Crete, Leg.Gort.10.38.2 at Athens and elsewhere, political club or union for party purposes, Eup.8.6 D., Com.Adesp.22.31 D., Th.3.82, Lys.12.55, Isoc.4.79 (pl.);- ίας συνάξομεν Pl.R. 365d
;σπουδαὶ ἑταιριῶν ἐπ' ἀρχάς Id.Tht. 173d
; at Carthage, τὰ συσσίτια τῶν ἑ., compared to the φιδίτια at Sparta, Arist.Pol. 1272b34, cf. 1305b32.3 = Lat. collegium, ἑταιρία Ἰουλιανή, = collegium Lupercorum Juliorum, D.C.44.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρεία
-
7 ἑταιρεῖος
A of or belonging to companions:Ζεὺς ἑ.
presiding over fellowship,Hdt.
1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452 ; φόνος ἑ. the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.).III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq. 873.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρεῖος
-
8 ἑταιριστής
A lewd man, Poll.6.188:— fem. [suff] ἑταιρ-ίστρια, = τριβάς, Pl.Smp. 191e, Luc.DMeretr.5.2, Tim.Lex.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιριστής
-
9 ἑταιρειώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρειώτης
-
10 ἑταιρεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρεύομαι
-
11 ἑταιρέω
A keep company with, Aeschin.1.13, Phoenicid.4.2 ; τινι with a man, And.1.100, etc.; φιλία ἑταιροῠσα meretricious friendship, Plu. 2.62d;οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἡταιρήκασιν Lys. 14.41
;οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος Aeschin.1.52
.II [voice] Med., = ἑταιρεύομαι, of men, Theopomp.Hist.217b ; of women, Plu. Ant.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρέω
-
12 ἑταιρηΐη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρηΐη
-
13 ἑταίρησις
A unchastity, Aeschin.1.13, D.22.21, Ph.2.381, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταίρησις
-
14 ἑταιρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρία
-
15 ἑταιρίδεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρίδεια
-
16 ἑταιρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρίδιον
-
17 ἑταιρίζω
A to be ἑταῖρος or comrade to any one, c. dat.,ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Il.24.335
; of the Graces, h.Ven.96.2 trans. in [voice] Med., associate with oneself, choose for one's comrade,ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο Il.13.456
, cf. Call.Dian. 206, Naumach. ap. Stob.4.23.7.b win over, App.Hann.32, BC3.21.II = ἑταιρεύομαι, to be a courtesan, in [voice] Act., Luc.DMeretr.7.3 ; of a man, Sch.Ar.Th. 261:—[voice] Med., Ath.13.593b, Cat.Cod.Astr.8(4).169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρίζω
-
18 ἑταιρικός
A of or befitting a companion: companionship,Arist.
EN 1157b23 ; in full, ἑ. φιλία ib. 1161b12. Adv.-κῶς, προσφέρεσθαι Id.EE 1243a5
.2 τὸ ἑταιρικόν,=ἑταιρεία 1.2
, Th.8.48 ;ἑ. συνάγειν Hyp.Eux.8
; factions, clubs,Plu.
Lys.5, D.C.37.57 ; = Lat. collegia, Id.38.13.b ties of party, opp. τὸ ξυγγενές, Th.3.82.II of or like a ἑταίρα, meretricious,γυνή Plu. 2.140c
, etc.; τὸ ἑ. the custom of ἑταῖραι, Alciphr.2.1 ; concerningἑταῖραι, λόγοι D.H.Lys.3
: so Adv. - κῶς meretriciously,κεκοσμημένοι Zeno Stoic.1.58
, Luc.Bis Acc.20, Plu.Pomp.2.2 ἑ. (sc. τέλος), τό, tax on courtesans, Ostr.83 (ii B. C.); τελώνης ἑταιρεικοῦ (sic)Ἀφροδίτῃ Arch.Pap.6.219
(Elephantine, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρικός
-
19 ἑταίρισμα
A = ἑταιρικὸν τέλος, PGrenf. 2.41 (i A. D., pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταίρισμα
-
20 ἑταιρισμός
ἑταιρ-ισμός, ὁ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρισμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑταῖρ' — ἑταῖραι , ἑταίρα fem nom/voc pl (ionic) ἑταῖρε , ἑταῖρος comrade masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊταίρι — το 1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα 2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το] … Dictionary of Greek