-
1 εταιρείας
ἑταιρείᾱς, ἑταιρείαassociation: fem acc plἑταιρείᾱς, ἑταιρείαassociation: fem gen sg (attic doric aeolic)ἑταιρεί̱ᾱς, ἑταιρεῖοςof: fem acc plἑταιρεί̱ᾱς, ἑταιρεῖοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἑταιρείας
ἑταιρείᾱς, ἑταιρείαassociation: fem acc plἑταιρείᾱς, ἑταιρείαassociation: fem gen sg (attic doric aeolic)ἑταιρεί̱ᾱς, ἑταιρεῖοςof: fem acc plἑταιρεί̱ᾱς, ἑταιρεῖοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ἑταιρεία
ἑταιρεία, ἡ, ion. ἑταιρηΐη, Genossenschaft, Kameradschaft, Soph. Ai. 668, wo die v. l. ἑταιρία (w. m. s.); προςποιησάμενος τὴν ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων Her. 5, 71; εἰς φιλίαν καὶ ἑταιρείαν ἀλλήλοις καϑιστάναι Plat. Ep. VII, 328 d; bes. zu politischen Zwecken, eine politische Gesellschaft, Faction, Klub, wie Isocr. 4, 79, ποιεῖσϑαι 3, 54; vgl. Plat. Theaet. 173 d; ἑταιρείας συνάγειν Rep. II, 365 d; ὃς ἂν τὴν πόλιν ἑταιρείας ὑπήκοον ποιῇ Legg. IX, 856 b; vgl. Lys. 12, 55; Dem. 29, 22, wo sich fast überall die v. l. ἑταιρία findet. Bei Arist. H. A. 9, 4 sogar von Thieren. – Bei Andoc. 1, 100 = ἑταίρησις, wie D. Sic. 2, 18.
-
4 εταιρεια
ион. ἑταιρηΐη ἥ1) общество, товарищество, содружество(τῶν ἡλικιωτέων Her.)
2) гетерия, политическая организация, союз, обществоσπουδαὴ ἑταιρειῶν ἑπ΄ ἀρχάς Plat. — погоня за государственными должностями через посредство политических союзов3) (тж. ἑταιρείας λιμήν Soph.) дружба Eur.4) стадоαἱ βόες νέμονται καθ΄ ἑταιρείας Arst. — коровы пасутся стадами
5) Diod. = ἑταίρησις См. εταιρησις -
5 представитель
ο αντιπρόσωπος, ο εκπρόσωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > представитель
-
6 συν-άγω
συν-άγω (s. ἄγω, συνῆχας Xen. Mem. 2, 4, 8, v. l. συνῆξας), zusammenführen, -bringen, versammeln; σύναγεν νεφέλας, Od. 5, 291; u. in tmesi, ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι, 14, 296; ὅρκια πιστὰ ϑεῶν σύναγον, Il. 3, 269; Ar. δεῠρο ξυνάγειν καὶ συναϑροίζειν εἰς ἕν, Lys. 585; Eur. Bacch. 503 ἔνϑα Ὀρφεὺς σύναγε δένδρεα Μούσαις, σύναγε ϑῆρας; bes. im friedlichen Sinne, πάντα εἰς ταὐτόν, Plat. Soph. 251 d, εἰς ἕν, Phil. 25, l, u. öfter; φιλία κοινὸν ξυναγαγοῦσα αὐτῶν τὸν βίον, Polit. 311 c; ἑταιρείας, Rep. II, 365 d, wie Isocr. 4, 79; δικαστήριον, Her. 6, 85 (auch med., Luc. abd. 10); γάμους, Xen. Conv. 4, 64; ἐκκλησίαν, Thuc. 2, 60; πανηγύρεις, Isocr. 4, 1; auch im feindlichen Sinne, ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα, Il. 2, 381. 19, 275, wie ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος, 5, 861. 14, 149, u. σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην, 14, 448, πόλεμον, h. Cer. 268, den Kampf zusammenbringen u. beginnen, die Schlacht liefern; ähnlich Aesch. Spt. 490. 738; Archil. 50; πόλεμ ον Isocr. 4, 84; Thuc. u. A.; freundschaftlich Einen dem Andern zuführen, ihn verbinden, τινά τινι, Xen. Cvr. 5, 3, 20. Auch = Früchte sammeln, Pol. 12, 2, 5; συνάξει τὸν σῖτον, Matth. 3, 12; ἐς ἀποϑήκας, 6, 26; in einem engen Raume zusammenbringen, zusammenziehen, Her. 1, 194. 4, 52. 7, 23; einengen, τὴν ἀγοράν, Pol. 6, 32, 4; συνηγμένος ταῖς ὕλαις τόπος, ein durch Wälder eingeengter Ort, 5, 7, 10; vgl. ὁ αὐλὼν συνάγεται εἰς στενὸν ὑπὸ τῶν ὀρῶν, 5, 45, 9, dah. εἰς τοῠτο συνήγοντο τῇ σιτοδείᾳ, ὥςτε, sie wurden durch Getreidemangel so gedrängt, 1, 18, 10; ὑπὸ τοῠ λιμοῠ, 1, 84, 9; ὀφρῠς, die Augenbrauen finster zusammenziehen, Sp.; – ein Picknick halten, geben, συνάγειν ἀπὸ συμβολῶν, Mein. Men. p. 58, dah. auch scheinbar intrans. zusammenschmausen, zechen, Ath. IV, 142 c, Diphil. ib. VII, 292 c VIII, 365 c; dah. bei LXX. u. im N. T. übh. = aufnehmen u. bewirthen. – Bei Sp. auch = zusammenstellen u. daraus folgern, schließen.
-
7 λιμήν
λιμήν, ένος, ὁ, Hafen, Bucht, von ὅρμος, der eigentlichen Anfurth im Innern des Hafens, unterschieden, Il. 1, 432 ff., λιμένες, νηῶν ὄχοι, Od. 5, 404, ναύλοχοι, 4, 846, öfter; im plur., λιμένες πάνορμοι, auch 13, 195, wo wie bei Eur. El. 439 Mel. 521, vgl. auch Soph. Phil. 924 u. überall in Prosa, der plur. für den sing. steht; Pol. 10, 1, 1 u. öfter. Uebertr., Sammelplatz, wo von allen Seiten Etwas, wie im Hafen die Schiffe, zusammenkommt, πολὺς πλούτου λιμήν, Aesch. Pers. 246, wie Eur. Or. 1077; vgl. Soph. βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῖος οὐκ ἔσται λιμήν, O. R. 420; παντὸς οἰωνοῦ λ., Ant. 987, und δυςκάϑαρτος Ἅιδου λιμήν, ib. 1270. – Zufluchtsort, wie auch wir Hafen sagen, κοὐδαμοῦ λιμὴν κακῶν, Aesch. Suppl. 466; ἑταιρείας λ., Soph. Ai. 668; οὗτος γὰρ ἁνὴρ λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Med. 769; sp. D.
-
8 λιμην
1) порт, гавань, пристань(λιμένες - νεῶν ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT.)
2) убежище, пристанище(ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.)
3) место сбора, средоточие(παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.)
-
9 περιτρεχω
(aor. 1 περιέθρεξα - aor. 2 περιέδραμον - эп. περίδραμον, pf. περιδεδράμηκα и περιδέδρομα)1) бегать вокруг, обегать кругом(τέν λίμνην κύκλῳ Arph.; ὅλην τέν χώραν NT.)
τὸν βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος Her. — толпа окружила (досл. сбежалась вокруг) раненого;εἰς ταὐτὸν π. μυριάκις Plat. — тысячи раз возвращаться к одному и тому же;περιτρέχων ὅπη τύχοιμι Plat. — бегая, где придется, т.е. мечась из стороны в сторону2) быть во всеобщем употребленииτὰ περιτρέχοντα Plat. — общеупотребительные выражения;
ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας γνώριμόν τινι γενέσθαι Plut. — познакомиться с кем-л. в повседневном общении3) перен. обходить, обманывать(πανουργότατα Arph.)
-
10 агент
1. хим. ο φορέαςτο μέσον, ο συντελεστήςхолодильный - см. охлаждающий2. (предста-витель организации, учреждения) о αντιπρόσωπος, о πράκτοραςстраховой - της ασφαλιστικής εταιρείας, ο ασφαλιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > агент
-
11 ликвидация
1. (прекращение деятельности) η διάλυση 2. (отмена) η κατάργηση 3. (ο долгах) η εκκαθάριση, η εξόφληση (των λογαριασμών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ликвидация
-
12 отделение
1. (разделение) о διαχωρισμός 2. (отгороженная часть помещения) о χώρος, το διαμέρισμα, το χώρισμαпомповое - мор. см. насосное -3. (часть предприятия, учреждения) το τμήμα, το παράρτημα, (филиал) το υποκατάστημαпочтовое - το ταχυδρομείο, το ταχυδρομικό γραφείο4. муз. το μέρος 5. мед. η πτέρυγαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отделение
-
13 правление
η διεύθυνσ/η *выборы - я ψήφισμα της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > правление
-
14 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
-
15 предприятие
η επιχείρησ/η, το εργοστάσιοубыточное - ασύμφορη -, μη επικερδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предприятие
-
16 собственность
1. (имущество, принадлежащее кому-л.) η περιουσί/αη κυριότηταлишать - и στερώ/αφαιρώ την -2. (принадлежность кому-, чему-л. с правом полного распоряжения) η ιδιοκτησί/α, η περιουσίαпередача права - и μεταβίβαση των δικαιωμάτων - ας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственность
-
17 соглашение
η συμφωνί/αмежгосударственное - μεταξύ των χωρών, διακρατική -- об обмене научно-технической информацией - ανταλλαγής και ενημέρωσης στα επιστημονικά και τεχνικά θέματαтрёхстороннее - τρίπλευρη/τρι-μερής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соглашение
-
18 статус
η κατάσταση, η υπόσταση, η θέση, το κύρος, το στάτους (ξεν.)юридический - см. правовой -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статус
-
19 устав
(свод правил) о κανονισμός(тип письма) η (παλιά) γραφή μόνο με κεφαλαία γράμματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устав
-
20 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑταιρείας — ἑταιρείᾱς , ἑταιρεία association fem acc pl ἑταιρείᾱς , ἑταιρεία association fem gen sg (attic doric aeolic) ἑταιρεί̱ᾱς , ἑταιρεῖος of fem acc pl ἑταιρεί̱ᾱς , ἑταιρεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εταιρείας, Νησιά — Βλ. λ. Σοσιετέ, Ιλ ντε λα … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ξάνθος, Εμμανουήλ — (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852). Ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του ξενιτεύτηκε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποια εμπορική επιχείρηση. Το 1810… … Dictionary of Greek
Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… … Dictionary of Greek
Φιλόμουσος Εταιρεία — Ελληνική εκπολιτιστική οργάνωση των αρχών του 19ου αι. Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813 με την ενθάρρυνση κυρίως Άγγλων λογίων και αρχαιολατρών. Η δημιουργία οργανώσεων του τύπου της Φιλομούσου Εταιρείας ανήκει στο πλαίσιο των προσπαθειών των Ελλήνων… … Dictionary of Greek
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
Ζίμενς, φον- — (von Siemens). Επώνυμο γερμανικής οικογένειας μηχανικών και βιομηχάνων. 1. Βέρνερ (1816 – 1892). Κατατάχθηκε εθελοντής στον πρωσικό στρατό και το 1848 υπηρέτησε ως λοχαγός του πυροβολικού. Το 1847 άνοιξε μικρό εργαστήριο επισκευών τηλεγραφικών… … Dictionary of Greek