См. также в других словарях:
σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] … Dictionary of Greek
σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] … Dictionary of Greek