-
1 ερπηστής
-
2 ἑρπηστής
-
3 ἑρπηστής
-
4 ερπηστης
-
5 ἑρπηστής
-
6 ἑρπηστής
b guinea-worm, Hippiatr.58.2 Adj. creeping,ἑρπηστὴν πόδα, κισσέ, χορεύσας AP11.33
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρπηστής
-
7 ερπηστάν
ἑρπηστά̱ν, ἑρπηστήςguinea-worm: masc acc sg (epic doric aeolic)ἑρπηστήςguinea-worm: masc acc sg -
8 ἑρπηστάν
ἑρπηστά̱ν, ἑρπηστήςguinea-worm: masc acc sg (epic doric aeolic)ἑρπηστήςguinea-worm: masc acc sg -
9 ερπηστάς
ἑρπηστά̱ς, ἑρπηστήςguinea-worm: masc acc plἑρπηστά̱ς, ἑρπηστήςguinea-worm: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 ἑρπηστάς
ἑρπηστά̱ς, ἑρπηστήςguinea-worm: masc acc plἑρπηστά̱ς, ἑρπηστήςguinea-worm: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 κινωπιστής
κινωπιστής, ὁ, od. richtiger κινωπηστής (wie ἑρπηστής neben ἑρπετόν), = Vor.; Nic. Ther. 141; vgl. Lob. Paralipp. 449.
-
12 ἑρπυστής
-
13 ερπηστάο
-
14 ἑρπηστᾶο
-
15 ερπησταίς
-
16 ἑρπησταῖς
-
17 ερπησταί
-
18 ἑρπησταί
-
19 ερπηστού
-
20 ἑρπηστοῦ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑρπηστής — guinea worm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερπηστής — ο (Α ἑρπηστής) [έρπω] νεοελλ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα αρχ. 1. το ερπετό 2. «ἑρπηστής μῡς» το ποντίκι 3. νηματόζωο τής Μεδίνης 4. ως επίθ. αυτός που έρπει … Dictionary of Greek
ἑρπησταῖς — ἑρπηστής guinea worm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπησταί — ἑρπηστής guinea worm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστοῦ — ἑρπηστής guinea worm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστᾶο — ἑρπηστής guinea worm masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστήν — ἑρπηστής guinea worm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστῶν — ἑρπηστής guinea worm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστάν — ἑρπηστά̱ν , ἑρπηστής guinea worm masc acc sg (epic doric aeolic) ἑρπηστής guinea worm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρπηστάς — ἑρπηστά̱ς , ἑρπηστής guinea worm masc acc pl ἑρπηστά̱ς , ἑρπηστής guinea worm masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek