-
1 κινωπιστής
κινωπιστής, ὁ, od. richtiger κινωπηστής (wie ἑρπηστής neben ἑρπετόν), = Vor.; Nic. Ther. 141; vgl. Lob. Paralipp. 449.
-
2 κινωπησταίς
-
3 κινωπησταῖς
-
4 κινώπετον
Grammatical information: n.Origin: (PG [a word of Pre-Greek origin])Etymology: Ending as ἑρπετόν, δακετόν resp. ἑρπηστής; prob. with Persson Studien 177 to κνώψ `venomenous animal' (s. v.) with sec. vowel.Page in Frisk: 1,856-857Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινώπετον
См. также в других словарях:
κινωπηστής — κινωπηστής, ὁ (Α) κινώπετον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινωπ (πρβλ. κινώπ ετον) + επίθημα ηστής (πρβλ. ερπ ηστής, τευχ ηστής)] … Dictionary of Greek
κινωπησταῖς — κινωπηστής venomous beast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)