Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἑοῦ

См. также в других словарях:

  • ἑοῦ — ἑός his masc/neut gen sg ὅς yas masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕου — ἠώς dawn fem nom/voc/acc dual (attic) ἵημι Ja c io pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • Lukiānos — Lukiānos, 1) geb. um 130 n. Chr. zu Samosata in Syrien; ursprünglich zum Steinmetzen bestimmt, verließ er bald diese mechanische Beschäftigung u. wandte sich der Rhetorik zu; er machte darauf Reisen als Kunstredner, lebte seit etwa 160 zu Athen,… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MANUS Laeva — instar clypei capiti praetendi solita, in Lucta Veterum, indigitatur Nonno. Καὶ πρόμος ἐις μέσον ἦλθεν, ἑοῦ προβλῆτα προσώπου Λαίην χεῖρα φέρων, σάκος ἔμφυτον Sic, inter alias Artis illius machinas erant, ut Stat. ait Thebaid. l. 6. aditus ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… …   Dictionary of Greek

  • Τυνδάρεως — Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Περιήρη και εγγονός του Αίολου. Άλλη εκδοχή τον θέλει γιο του βασιλιά της Σπάρτης Οίβαλου και της ναϊάδας Βατείας. Εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Ιπποκόοντα και τους δώδεκα γιους του και κατέφυγε στον βασιλιά της… …   Dictionary of Greek

  • ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ …   Dictionary of Greek

  • εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… …   Dictionary of Greek

  • μεταναιέτης — μεταναιέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»