-
1 γίξαι
γίξαι· χωρῆσαι, Hsch. [full] γίο· αὐτοῦ, Id. [full] γῖπον· εἶπον, Id. [full] γίς· ἱμὰς καὶ γῆ καὶ ἰσχύς (i. e. ϝίς), Id. [full] γισάμεναι· εἰδέναι, Id. [full] γίσας· φθείρας, Id.: inf.,A deflower,App.Anth.
4.73 (perh. Strat.). [full] γίσγον· ἴσον, Hsch. ([etym.] ϝίς ϝον). [full] γίσιον· μικρὸν τεῖχος, Id. (leg. γείς-). [full] γιστία· ἐσχάρα ( ἐσχάτη cod.), Id. [full] γιστίαι· ἱστουργοί, Id. [full] γιστιῶ· παύσομαι, Id. [full] γισχύν· ἰσχύν, Id. [full] γιτέα· ἰτέα ( ἐτέα cod.), Id. (In the above words, γ freq. = ϝ.) [full] γῖτον, τό, dub. sens. in UPZ89.14(pl., ii B. C.). [full] γίτονας, v. γείτων. -
2 οὗοἷἕ
οὗ, [full] οἷ, [full] ἕ,A FORMS: gen.ἕο Il.5.343
, al., εὗ v.l. in Od.19.446 (ap.A.D.Pron.76.15, etc.), al.,εἷο Il.4.400
, Od.22.19,ἑοῦ A.D.Pron. 77.10
; ἑο enclit., Od.14.461,εὑ Il.14.427
, al., Hdt.3.135; ἕθεν is another [dialect] Ep. form, Il.3.128,al. (used by A.Supp.66 (lyr.)), enclit. in Il. 9.686, al.;ϝέθεν Alc.11
; οὗ ἕθεν together, A.R.1.362, 4.1471; εἷο for ἐμοῦ, Id.2.635: [dialect] Att. οὗ, but rarely used, S.OT 1257, Pl.Smp. 174d, R. 393e, 614b: [dialect] Locr. ϝέος dub. in IG9(1).334.33 (v B. C.): [dialect] Boeot.ἑοῦς Corinn.2
: [dialect] Dor. ϝίο ( γίο cod.) Hsch.: late [dialect] Ep.ἑοῖο A.R.1.1032
(v.l. ἑεῖο): dat.οἷ Od.11.433
, al., enclit. in 1.17, al. (enclit. οἱ perh. as gen., Il.16.531, Archil.29, Hdt.1.60, 3.15, A.R.3.371, Theoc.25.66, cf.Sch. Il.19.384 andἐγώ 11
): Delph. ϝοι GDI 2561 D 14 (also [dialect] Aeol., Sapph. 111): [dialect] Att.οἷ Pl.Smp. 174e
, X.An.1.1.8, enclit. οἱ A.Ag. 1147 (lyr.), Th.2.13, al., Antipho 5.93, And.1.38, Pl.Phlb. 60d, al., X.Mem.1.2.32, etc.: ἑοῖ twice in Hom., Il.13.495, Od.4.38; ἑοῖ αὐτῇ used of the 1 pers., A.R.3.99: for ϝίν, ἵν, v. ἵ: [dialect] Boeot.ἑΐν Corinn.36
: acc.ἕ Il.4.497
, al., Pi.O.9.14, enclit.ἑ Il.1.236
, al., never in Trag., Com., Th., Hdt., or X., but found in Pl.Smp. 175a,al.; ἑέ twice in Hom., Il. 20.171, 24.134 (perh. with elision in 14.162, 17.551); ἑ as fem. pl., h.Ven. 267; ϝηέ dub. in GDI1267.23 ([place name] Pamphylia): for the forms σφε, μιν, νιν, ἵ, σφωέ, σφεῖς, v. sub vocc.B MEANINGS:I him, her,ἐπεί ἑό φημι βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι Il.15.165
;ἅλις δέ οἱ· ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω· ἐκ γάρ εὑ φρένας εἵλετο μητίετα Ζεύς 9.376
-7; ;ἡ δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε Archil.29
, etc.: this use is not found in Prose, exc. in dialects, IG4.506 ([place name] Argos), 7.2407.7 ([dialect] Boeot.), Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene); ἀπέλαβε τήν οἱ ὁ πατὴρ εἶχε ἀρχήν his father, Hdt.3.15, cf. 4.50, al.II as ἐμέ can be used reflexively (αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι Il.10.378
), so also ἕ ([etym.] οὗ, οἷ), Ἀχιλῆα, ἕο μέγ' ἀμείνονα φῶτα, ἠτίμησεν Il.2.239
;ἡ δ' ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα οἷ τε κατ' αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω Od.11.433
;ἡ δὲ.. ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343
: later this reflex. sense is found only when the Pron. is used in a subordinate clause or construction (esp. acc. c. inf.) and refers to the subject of the principal Verb, e.g.προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις.. ὅτι Ἀρχίδαμος μέν οἱ ξένος εἴη.. καὶ μηδεμίαν οἱ ὑποψίαν κατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Th.2.13
.2 οὗ ἕ οἷ in combination with αὐτοῦ, αὐτόν, etc. forms a reflex. Pron. used without the foregoing restriction: in Hom. the two words are separate, e.g. , cf. 5.64, al.: later they form one word, v. ἑαυτοῦ. [ὅς 'ϝ' ἄξει, i.e. with elision of 'ϝέ, must be read or understood for ὃς ἄξει, Il.24.154, in view of ὅς σ' ἄξει in l. 183, and so prob. in 1.195 (cf. 208), 4.315 ([etym.] ὥς 'ϝ'), 16.545 ([etym.] μή 'ϝ'), Od.5.135 ([etym.] ἠδέ 'ϝ'): so ἔνθα 'ϝ (οι) ἔσαν is conjectured forἔνθ' ἔσαν οἱ Il.6.289
(cf. ἔνθα οἱἦσαν ὕες Od.15.556
), also ἀμφὶ δέ 'ϝ (οι) ὄσσε in Il.5.310: the elided acc. ϝ' is prob. to be recognized inδὸς δέ ϝ' ἰν ἀνθρο ¯ ποις δόξαν ἔχε ¯ ν ἀγαθ (ά) ν IG14.652
([place name] Metapontum), rather than ϝιν.] (ἕ from *swe, ἑέ from *sewe, cogn. with ὅς (Possess.) and ἑός, qq. v.)
См. также в других словарях:
Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek