-
81 πλειστομβροτος
-
82 προθεσμιος
-
83 Πυθιας
I(βοά Soph.; νίκη Plat.)
II- άδος ἥ1) (sc. ἱέρεια) Aesch., Plut. = ἥ Πυθία2) (sc. ἑορτή) Pind. = τὰ Πύθια3) пифиада ( четырехлетний промежуток между двумя смежными Пифийскими играми) Plut. -
84 τριετηρις
I(θυσίαι Διονύσῳ Diod.)
II- ίδος ἥ1) (sc. ἑορτή) празднество, справляемое раз в три года Pind., Her., Eur., Plat.2) (sc. περίοδος) трехлетие HH., Arst. -
85 фестиваль
η εορτή/γιορτήτο φεστιβάλ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фестиваль
-
86 вакханалия
вакх||аналияж1. τά Βακχεία, ἡ ἐορτή του Βάκχου;2. перен τά ὀργια, τό μεθο-κόπημα, ἡ κραιπάλη. -
87 всенародный
всенародныйприл παλλαϊκός, πάνδημος, πανεθνικός:\всенародный праздник ἡ παλλαϊκή ἐορτή· \всенародный опрос τό δημοψήφισμα· \всенародныйое обсуждение ἡ παλλαϊκή συζήτηση. -
88 для
дляпредлог с род. п. γιά, διά / χάριν (тк. ради):книга для детей βιβλίο γιά τά παιδιά· (приготовить) для праздника (ετοιμάζω) γιά (διά) τήν ἐορτή· говорю для твоей же пользы τό λέγω για καλό σου· все для победы ὅλα "ἴίιή νίκη· пригодный для хранения -Αληλος γιά φύλαξη· опытен для сми́х лет πεπειραμένος γιά τήν ἡλικία Μ'для того, чтобы γιά νά, ίνα, διάνά· Φ че для чего разг δέν ὑπάρχει λόγος и, -
89 имеийны
имеий||нымн. ἡ ὁνομαστική γιορτή, ἡ ὁνομαστική ἐορτή. -
90 первомайский
первомайскийприл πρωτομαγιάτικος:\первомайский праздник ἡ ἐορτή τής Πρωτομαγιάς. -
91 празднество
празднествос ἡ γιορτή, ἡ ἐορτή, ἡ τελετή. -
92 праздник
праздни||км ἡ γιορτή, ἡ ἐορτή, ἡ φέστα:первомайские \праздникки ἡ γιορτή τής πρωτομαγιᾶς· по \праздниккам τίς γιορτές, κατά τάς ἐορτάς· ◊ и на нашей улице бу́дет \праздник погов. θά φέξει καί γιά μᾶς. -
93 разгар
разгарм τό ἀποκορύφωμα:в \разгаре спора ὅταν είχε ἀνάψει γιά καλά ὁ καυγδς· в \разгаре лета στή βράση τοῦ καλοκαιριού· праздник был в полном \разгаре ἡ ἐορτή ἡταν στό ἀποκορύφωμα της. -
94 δεσποτικός
-
95 εθνικός
η, ό[ν] 1.1) национальный; народный;εθνικός ύμνος — национальный гимн;
στόλος — военно-морской флот;εθνική συνέλευση — национёльное собрание;
εθνική τράπεζα — национальный банк;
εθνική εορτή — национальный праздник;
εθνική πολιτική — национальная политика;
εθνική περιουσία — народное достояние;
εθνική οικονομία — народное хозяйство;
2) отечественный;3) этнический; 2. (ο) язычник -
96 ενιαύσιος
-
97 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
-
98 επιτυχής
-
99 ετήσιος
-
100 ονομαστικός
См. также в других словарях:
ἑορτή — feast fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
ἑορτῇ — ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — η βλ. γιορτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α … Dictionary of Greek
Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε … Dictionary of Greek
ἑορτῆι — ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind mid 2nd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτάζω keep festival fut ind act 3rd sg (doric) ἑορτῇ , ἑορτή feast fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταῖς — ἑορτή feast fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτήν — ἑορτή feast fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρταί — ἑορτή feast fem nom/voc pl (ionic) ὁρτή feast fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)