-
1 πεντ-ηρικός
πεντ-ηρικός, ή, όν, = Vorigem; πλοῖον, σκάφος, Pol. 1, 59, 8. 3, 41, 2 u. öfter; D. Sic.
-
2 τετρ-ηρικός
τετρ-ηρικός, ή, όν, vierruderig, πλοῖα, Pol. 2, 111, 5.
-
3 αμφηρικος
-
4 εξηρικος
-
5 πεντηρικος
-
6 βοτηρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτηρικός
-
7 πενταετηρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταετηρικός
-
8 τριετηρικός
A belonging to aτριετηρίς, παντέλεια Plu.2.671d
;ἀγῶνες τ. IG5(1).662.6
([place name] Laconia), cf. POxy.2105.3 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριετηρικός
-
9 πεντήρης
πεντ-ήρης, ες, u. πεντ-ηρικός, ή, όν, fünfruderig, mit fünf Reihen Ruderbänken -
10 τετρηρικός
τετρ-ηρικός, ή, όν, vierruderig
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский