-
1 εξή
ἔξεστιit is allowed: imperf ind act 1st sg (attic)——————ἔξεστιit is allowed: pres subj act 3rd sgἔσσομαιsum.fut ind mp 2nd sg (doric)ἐξίημιsend out: aor subj act 3rd sgἐξίημιsend out: aor subj act 3rd sg——————ἔχωcheck: fut ind mid 2nd sg (doric) -
2 έξη
ἕξιςhaving: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————ἕξηι, ἕξιςhaving: fem dat sg (epic)ἔχωcheck: fut ind mid 2nd sg -
3 ἐξῆ
Βλ. λ. εξή -
4 ἐξῇ
Βλ. λ. εξή -
5 ἑξῇ
Βλ. λ. εξή -
6 ἕξη
Βλ. λ. έξη -
7 ἕξῃ
Βλ. λ. έξη -
8 έξη
-
9 έξη
habitude -
10 έξη
1) nawyk (m) rzecz.2) przyzwyczajenie (n) rzecz.3) zwyczaj (m) rzecz. -
11 έξη
1) návyk2) zvyk -
12 έξη
habitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έξη
-
13 Η έξη είναι η δεύτερη φύση
– Η έξη είναι η δεύτερη φύση– Η συνήθεια κάνει νόμο– Πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι• Привычка – вторая натураИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η έξη είναι η δεύτερη φύση
-
14 εξήι
ἐξῇ, ἔξεστιit is allowed: pres subj act 3rd sgἐξῇ, ἔσσομαιsum.fut ind mp 2nd sg (doric)ἐξῇ, ἐξίημιsend out: aor subj act 3rd sgἐξῇ, ἐξίημιsend out: aor subj act 3rd sg -
15 ἐξῆι
ἐξῇ, ἔξεστιit is allowed: pres subj act 3rd sgἐξῇ, ἔσσομαιsum.fut ind mp 2nd sg (doric)ἐξῇ, ἐξίημιsend out: aor subj act 3rd sgἐξῇ, ἐξίημιsend out: aor subj act 3rd sg -
16 εξήρατ'
ἐξήρατο, ἐξαίρωlift up: plup ind mp 3rd pl (epic)ἐξή̱ρατο, ἐξαίρωlift up: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἐξή̱ρατε, ἐξαίρωlift up: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἐξήραται, ἐξαίρωlift up: perf ind mp 3rd pl (epic)ἐξήρατο, ἐξαράομαιutter curses: plup ind mp 3rd sgἐξήραται, ἐξαράομαιutter curses: perf ind mp 3rd sg -
17 ἐξήρατ'
ἐξήρατο, ἐξαίρωlift up: plup ind mp 3rd pl (epic)ἐξή̱ρατο, ἐξαίρωlift up: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἐξή̱ρατε, ἐξαίρωlift up: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἐξήραται, ἐξαίρωlift up: perf ind mp 3rd pl (epic)ἐξήρατο, ἐξαράομαιutter curses: plup ind mp 3rd sgἐξήραται, ἐξαράομαιutter curses: perf ind mp 3rd sg -
18 εξήχουν
ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)ἐξή̱χουν, ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)ἐξή̱χουν, ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
19 ἐξήχουν
ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)ἐξή̱χουν, ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)ἐξή̱χουν, ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐξηχέωsound forth: imperf ind act 1st sg (attic epic doric) -
20 εξειμι
I[εἰμί] (только impers. ἔξεστι(ν), fut. ἐξέσται, impf. ἐξῆν, inf. ἐξεῖναι, conjct. ἐξῇ, opt. ἐξείη)1) (воз)можно, разрешается, позволено(τινι δρᾶν λέγειν θ΄ ἃ βούλεται Soph.; τινα ποιεῖν τι Plat.)
Λακεδαιμονίοις ἔξεστιν ὑμῖν φίλους γενέσθαι Thuc. — вы можете стать друзьями лакедемонянам;τὸ ἐξεῖναι πᾶσιν ἄρχειν Arst. — открытый для всех доступ к государственным постам;ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιεῖν Her. — хотя ты вправе выбрать любую из обеих возможностей;ἐξὸν ἅπαντα ταὐτὰ λέγειν Arst. — между тем как то же самое можно сказать обо всем:οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρά τινος λαμβάνειν Lys. — город не сможет покарать кого-л.:πρότερον οὐκ ἐξῆν Plut. — раньше это было запрещено2) происходить(Φαίηκες ἐμῆς ἔξεισι γενέθλης Hom. - v. l. ἔξ εἰσι)
II[εἶμι] (в indic. - fut. к ἐξέρχομαι См. εξερχομαι)1) выходить, уходить(θύραζε Hom.; χώρας Soph. и ἐκ τῆς χώρης Her.; ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat.)
ἔ. ἐκ τῶν ἱππέων Her. — выбывать из сословия всадников;ἔ. ὑστάτην ὁδόν Eur. — отправляться в последний путь, т.е. быть погребаемым2) приступатьεἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ … Soph. — (внимательно) разобравшись, я вижу (что) …
3) расходоваться4) изливаться, втекать, впадать5) показываться публично, выступать(κωλύειν τινὰ ἐξιέναι Arst.)
ἐξόδους λαμπρὰς ἐ. Dem. — совершать пышные шествия;οὑξιὼν (= ὅ ἐξιὼν) πρώτιστα Arph. — выступающий первым на сцену6) выступать в поход(ὡς τάχιστα Xen.)
ἐκδήμους στρατείας ἐ. Thuc. — совершать походы за пределы страны7) приходить к концу, кончатьсяὡς ὅ χρόνος οὖτος ἐξήϊε Her. — когда это время истекло;
ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς Lys. — когда истекал срок (их) полномочий;ὅταν περ κακὸν ἐξὴῃ τόδε Soph. — когда пройдет эта боль;ἐξιούσης τῆς θερμότητος Arst. — с исчезновением теплоты
См. также в других словарях:
έξη — η 1. ιδιότητα (ικανότητα, συνήθεια, διάθεση εξοικείωση) που αποκτήθηκε με την επανάληψη μιας πράξης ή με τη συνεχή επίδραση του ίδιου παράγοντα: Η έξη είναι δεύτερη φύση. 2. (ιατρ.), η ιδιαίτερη όψη, διάταξη και κατασκευή του σώματος που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξη — (I) (AM ἕξ) έξι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξι]. (II) η (AM ἕξις) ιδιότητα, συνήθεια που αποκτήθηκε από την πείρα, τη συνεχή επανάληψη 2. φυσική διάθεση τού σώματος που οφείλεται στη συνήθεια μιας άσκησης, μιας πράξης («ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις», Ιπποκρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
ἐξῆ — ἔξεστι it is allowed imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξῇ — ἔξεστι it is allowed pres subj act 3rd sg ἔσσομαι sum. fut ind mp 2nd sg (doric) ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξῇ — ἔχω check fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕξη — ἕξις having fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕξῃ — ἕξηι , ἕξις having fem dat sg (epic) ἔχω check fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξῆι — ἐξῇ , ἔξεστι it is allowed pres subj act 3rd sg ἐξῇ , ἔσσομαι sum. fut ind mp 2nd sg (doric) ἐξῇ , ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg ἐξῇ , ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξήμησα — ἐξή̱μησα , ἐξαμάω 1 mow or reap out aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξήμησε — ἐξή̱μησε , ἐξαμάω 1 mow or reap out aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξητήθη — ἐξη̱τήθη , ἐκ ἀτάομαι suffer aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)