-
1 шестерка
шестеркаж1. (цифра) разг τό ἐξάρι, τό ἐξη·2. карт. ἡ ἐξάρα, τό ἐξάρι·3. (лодка) ἡ ἐξάκωπη βάρκα·4. (лошадей) τό ἀμάξι μ(έ) ἔξη ἄλογα. -
2 привычка
-и, γεν. πλθ. -чек θ. συνήθεια, έξη•хорошая привычка καλή συνήθεια•
плохая привычка κακή συνήθεια•
отучить от -и ξεσυνηθίζω•
усвоить дурную -у αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυ, -νηθίζω•
это входит в его -и αυτός τό χει (πάρει) συνήθεια привычка - вторая натура η έξη είναι δεύτερη φύση•
выработать в себе -у το κάνω συνήθεια•
иметь -у τό χω (έχω) συνήθεια•
укоренившая привычка ριζωμένη συνήθεια.
-
3 разъяснить
(сделать понятным) (επ)εξη-γώ, διασαφηνίζω, διασαφώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разъяснить
-
4 вшестеро
вшестер||онареч ἕξη φορές, ἑξαπλάσια. -
5 вшестером
вшестер||омнареч καί οἱ ἑξη. -
6 грань
гран||ьж1. (граница) τό δριο[ν], τό χείλος:быть на \граньи сумасшествия κοντεύω νά τρελλαθῶ·2. (плоскость) ἡ πλευρά, ἡ ἐδρα:у куба шесть \граньей ὁ κύβος ἐχει ἕξη ἐδρες. -
7 нонпарель
нонпарельж полигр. τά στοιχεία των ἔξη στιγμών. -
8 полугодовалый
полуго́д||овалыйприл:\полугодовалыйова́лый ребенок ἕξη μηνῶν μωρό. -
9 укрощение
укрощениес1. τό ἡμέρωμα, ἡ ἐξη-μέρωση [-ις]. ἡ ἡμέρωση [-ις], ἡ δάμαση [-ις], ὁ δαμασμός, ἡ τιθάσευση [-ις]·2. перен ἡ χαλιναγώγηση [-ις]. -
10 шестеро
шестерочислит. колич. οἱ ἔξη. -
11 шестой
шест||ойчислит, порядк. ἔκτος:\шестойо́е (число) στίς ἕξη τοῦ (μήνα)· \шестойа́я часть τό ἕνα ἐκτο· одна \шестой а́я τό ἐν ἐκτον, -
12 шесть
шестьчислит, колич. ἐξη, ἐξ. -
13 habit
['hæbit]1) (something which a person does usually or regularly: the habit of going for a walk before bed; an irritating habit of interrupting.) συνήθεια2) (a tendency to do the same things that one has always done: I did it out of habit.) συνήθεια,έξη3) (clothes: a monk's habit.) ένδυμα•- habitual- habitually
- from force of habit
- get someone into
- get into
- out of the habit of -
14 шестеро
[σέσττρα] αριθμ. οι έξη -
15 шесть
[σέστ*] αριθμ. έξη -
16 шестеро
[σέσττρα] αριθμ οι έξη -
17 шесть
[σέστ'] αριθμ έξη -
18 натура
-ы θ.1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•крепкая γερός οργανισμός.
4. πραγματικότητα, φύση•в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.
5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.
|| βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).εκφρ.в -е вещей – βλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο). -
19 обыкновение
-
20 привычность
-и θ.συνήθεια, έξη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έξη — η 1. ιδιότητα (ικανότητα, συνήθεια, διάθεση εξοικείωση) που αποκτήθηκε με την επανάληψη μιας πράξης ή με τη συνεχή επίδραση του ίδιου παράγοντα: Η έξη είναι δεύτερη φύση. 2. (ιατρ.), η ιδιαίτερη όψη, διάταξη και κατασκευή του σώματος που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξη — (I) (AM ἕξ) έξι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξι]. (II) η (AM ἕξις) ιδιότητα, συνήθεια που αποκτήθηκε από την πείρα, τη συνεχή επανάληψη 2. φυσική διάθεση τού σώματος που οφείλεται στη συνήθεια μιας άσκησης, μιας πράξης («ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις», Ιπποκρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
ἐξῆ — ἔξεστι it is allowed imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξῇ — ἔξεστι it is allowed pres subj act 3rd sg ἔσσομαι sum. fut ind mp 2nd sg (doric) ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξῇ — ἔχω check fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕξη — ἕξις having fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕξῃ — ἕξηι , ἕξις having fem dat sg (epic) ἔχω check fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξῆι — ἐξῇ , ἔξεστι it is allowed pres subj act 3rd sg ἐξῇ , ἔσσομαι sum. fut ind mp 2nd sg (doric) ἐξῇ , ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg ἐξῇ , ἐξίημι send out aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξήμησα — ἐξή̱μησα , ἐξαμάω 1 mow or reap out aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξήμησε — ἐξή̱μησε , ἐξαμάω 1 mow or reap out aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξητήθη — ἐξη̱τήθη , ἐκ ἀτάομαι suffer aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)