-
1 ἑξα-μηνιαῖος
ἑξα-μηνιαῖος, α, ον, = Folgdm, Apolld. 3, 4, 3.
-
2 ἑξάμηνος
ἑξά-μηνος, u. ἑξα-μηνιαῖος, α, ον, sechsmonatlich, sechs Monat alt; sechs Monat dauernd; ὁ ἑξάμηνος, sc. χρόνος, das halbe Jahr; διδόασι ἑξαμήνου σῖτον, auf ein halbes Jahr
См. также в других словарях:
εξαμηνιαίος — α, ο (AM ἑξαμηνιαίος, α, ον) διαρκείας έξι μηνών νεοελλ. εκείνος που γίνεται κάθε έξι μήνες αρχ. ηλικίας έξι μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μηνιαίος.] … Dictionary of Greek