-
1 ἑξά-μηνος
ἑξά-μηνος, sechsmonatlich, sechs Monat alt, Theophr.; sechs Monat dauernd, ἀρχή Arist. pol. 4, 15. 5, 8; ἀνοχαί Pol. 21, 3, 11; – ὁ ἑξάμηνος, sc. χρόνος, das halbe Jahr, Xen. Hell. 2, 3, 9, wie D. Hal. 5, 70; auch ἡ ἑξάμηνος, sc. ὥρα, Her. 4, 25; ohne Artikel, διδόασι ἑξαμήνου σῖτον, auf ein halbes Jahr, Xen. Hell. 3, 4, 3.
-
2 ἑξάμηνος
ἑξά-μηνος, u. ἑξα-μηνιαῖος, α, ον, sechsmonatlich, sechs Monat alt; sechs Monat dauernd; ὁ ἑξάμηνος, sc. χρόνος, das halbe Jahr; διδόασι ἑξαμήνου σῖτον, auf ein halbes Jahr -
3 εξαμηνος
I2шестимесячный(ὕες, ἀρχαί Arst.; ἀνοχαί Polyb.)
IIὅ (sc. χρόνος) и ἥ (sc. ὥρα) шестимесячный период, полугодие Her., Xen., Arst. -
4 ὀκτώ
Grammatical information: numeralMeaning: `eight' (Hom.).Compounds: As 1. element beside ὀκτω- in ὀκτω-καίδεκα, ὀκτω-δάκτυλος `with a breadth of eight fingers' (Hp., Ar.) a.o. usu. ὀκτα- (after ἑπτα-, ἑξα- etc.) in ὀκτα-κόσιοι and in many bahuvrihi's, e.g. ὀκτά-μηνος `eight months old, eight monthly' (Hp., X., Arist.).Derivatives: Besides ὀγδοή-κοντα, which like ἑβδομή-κοντα may have started from the basic word, s. v. and ὄγδοος w. lit. Through cross with ὀκτώ also ὀγδώ-κοντα (Β 568 = 652 a.o., s. Sommer Zum Zahlwort 25 n. 2). After ὀγδοήκοντα the late ὀγδοάς f. `a number of eight' (Plu.) for ὀκτάς f. (Arist.). -- Further derivv.: ὀκτά-κι(ς), - κιν `eight times' (Hdt.), ὀκτα-σσός `eightfold' (pap. III p; after δισσός etc.), - χῶς `in eight ways' (EM, Arist.-Comm.).Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃eḱtōu `eight'Etymology: Gr. ὀκτώ, Lat. octō, Skt. aṣṭā́(u), Germ., e.g. Goth. ahtau, Lith. aštuo-nì and other cognate forms go back on IE *oḱtṓ(u) (*h₃eḱt-?). Arm. ut` is like El. ὀπτω, reshaped after the word for `seven'. -- The IE word for `eight' was clearly an old dual, but further analysis is quite uncertain. Hypotheses e.g. by W.-Hofmann s. octō, with further lit.; see also Meisinger Gymnasium 57, 74 f. By Ebbinghaus PBBeitr. 72, 319 connected with the word for `four' (to be rejected).Page in Frisk: 2,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀκτώ
См. также в других словарях:
πεντάμηνος — η, ο / πεντάμηνος και πεντέμηνος, ον, ΝΑ αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία ίση με πέντε μήνες 2. αυτός που αποτελείται ή περιλαμβάνει πέντε μήνες («πεντάμηνοι περίοδοι», Πλούτ.) 3. αυτός που γεννήθηκε τον πέμπτο μήνα μετά τη σύλληψη 4. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκάμηνος — και τρισκαιδεκάμηνος, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει δεκατρείς μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μηνος (< μήν, μηνός), πρβλ. εξά μηνος] … Dictionary of Greek