Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἑλξίνη

См. также в других словарях:

  • ἑλξίνη — pellitory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλξίνῃ — ἑλξίνη pellitory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελξίνη — η (AM ἑλξίνη) ποώδες φυτό τής οικογένειας τών ουρτικιδών, το περδικάκι …   Dictionary of Greek

  • ἑλξίνην — ἑλξίνη pellitory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλξίνης — ἑλξίνη pellitory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννοχερσαία — καννοχερσαία, ἡ (Α) βοτ. η πόα ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + χερσαία (< χέρσος)] …   Dictionary of Greek

  • κλύβατις — κλύβατις, ἡ (Α) το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπελος — μελάμπελος, ἡ (Α) (στον Διοσκουρίδη) επίθετο τού φυτού ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας + ἄμπελος] …   Dictionary of Greek

  • οισύα — οἰσύα, ἡ (ΑΜ) μσν. το φυτό ιτιά αρχ. 1. το φυτό λυγαριά 2. φρ. «οἰσύα ἡ ἀγρία» το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίσος] …   Dictionary of Greek

  • περδίκι — Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι τέσσερις μικρότεροι οικισμοί, το Πλουμάρι (κάτ., υψόμ. 340 μ.), το Κιόνιο (κάτ …   Dictionary of Greek

  • περδίκιος — ἡ, Α [πέρδιξ, ικος] (κατά τον Ησύχ.) (ενν. βοτάνη) το φυτό ελξίνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»