-
1 ἑλκύω
ἑλκύω s. ἕλκω fut. and aor.—M-M. -
2 ἕλκω
Aεἷλκον A.Fr.39
, etc., [dialect] Ep.ἕλκον Il.4.213
,al. (never εἵλκυον): [tense] fut., etc., rarely ἑλκύσω [ῠ] Hp.Fract.2, Philem.174: [tense] aor.εἵλκῠσα Batr.232
, Pi.N.7.103, Trag. and [dialect] Att., E.Ph. 987, Ar.Nu. 540, SIG2587.23, al., etc.;ἥλκυσα IG11(2).287
B61 (Delos, ii B.C.), CIG4993,5006 (Egypt, iii A.D.); later εἷλξα, poet.ἕλξα AP9.370
(Tib. Ill.), Orph.A. 258, Gal.Nat.Fac.1.12: [tense] pf.εἵλκῠκα D.22.59
; [tense] pf. part. ἑολκώς prob.in Epich. 177:—[voice] Med., [tense] fut. - ύσομαι ([etym.] ἐφ-) Antyll. ap. Orib.6.10.9: [tense] aor. εἱλκυσάμην ([etym.] ἀφ-) v.l. in Hp.Art.11, subj.ἀφελκύσωμαι Ar.Ach. 1120
; rarelyεἱλξάμην Gal.4.534
:—[voice] Pass., [tense] fut.ἑλκυσθήσομαι A.Th. 614
([etym.] ξυγκαθ-), Lyc.358,ἑλχθήσομαι Gal.UP7.7
: [tense] aor.εἱλκύσθην Hp.Epid.4.14
, ([etym.] ἐξ-) Ar.Ec. 688,ἑλκ- Hdt.1.140
,ἡλκ- IG12(7).115.11
([place name] Amorgos); laterεἵλχθην Ph.2.11
, Philostr.VA8.15, D.L.6.91: [tense] pf.εἵλκυσμαι Hp.Superf. 16
, E.Rh. 576,Ph.1.316, ([etym.] καθ-) Th.6.50, ἕλκυσμαι ([etym.] ἀν-) Hdt.9.98, (ii B.C.): [tense] plpf.εἵλκυστο Hp.Epid.4.36
.—In [dialect] Att., ἕλκω, ἕλξω were alone used in [tense] pres. and [tense] fut., while the other tenses were formed from ἑλκυ-; cf. ἑλκέω (q.v.), ἑλκυστάζω. In Hom., Aristarch. rejected the augm. (Cf. Lat. sulcus, Lith. velkù 'drag'):— draw, drag, with collat.notion of force or exertion, ὣς εἰπὼν ποδὸς ἕλκε began to drag [the dead body] by the foot, Il.13.383;ἤν περ.. ποδῶν ἕλκωσι θύραζε Od.16.276
;τινὰ τῆς ῥινός Luc.Herm.73
;Ἕκτορα.. περὶ σῆμ' ἑτάροιο ἕλκει Il.24.52
; drag away a prisoner, 22.65 ([voice] Pass.); draw ships down to the sea, 2.152, etc.; draw along a felled tree, 17.743; of mules, draw a chariot, 24.324; ἑλκέμεναι νειοῖο.. πηκτὸν ἄροτρον draw the plough through the field, 10.353, cf. 23.518;ἕ. τινὰ ἐπὶ κνάφου Hdt.1.92
; περιβαλόντας σχοινία ἕ. haul at them, Id.5.85.2 draw after one,ἐν δ' ἔπεσ' Ὠκεανῷ.. φάος ἠελίοιο, ἕλκον νύκτα μέλαιναν Il.8.486
; πέδας ἕ. trail fetters after one, Hdt.3.129; ἕ. χλανίδα let one's cloak trail behind, Ephipp.19(anap.);θοἰμάτιον Archipp.45
.3 tear in pieces (used by Hom. only in the form ἑλκέω), ὀνύχεσσι παρειάν E. Tr. 280
; worry,τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι Theoc.1.135
;ἑλκυσθῆναι ὑπὸ κυνός Hdt.1.140
.b metaph., carp at, Pi.N.7.103.4 draw a bow,ἕλκε.. γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα βόεια Il.4.122
, cf. Od.21.419, Hdt. 3.21, X.An.4.2.28, etc.5 draw a sword, S.Ant. 1233, E.Rh. 576 ([voice] Pass.):—[voice] Med.,ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο.. ξίφος Il.1.194
.6 ἕ. ἱστία hoist sails, Od.2.426:—also in [voice] Med.,h.Bacch.32.II after Hom.,3 drag into court,ἕλκω σε κλητεύσοντα Ar.Nu. 1218
, cf. 1004 ([voice] Pass.);εἰς ἀγοράν Act.Ap.16.19
; drag about, esp. with lewd violence,ἕλκει καὶ βιάζεται D.21.150
; μηδένα ἕλξειν μηδ' ὑβριεῖν ib. 221;ἕλκειν γυναῖκα Lys.1.12
: metaph., ἄνω κάτω τοὺς λόγους ἕ. Pl. Tht. 195c, cf. Arist.SE 167a35;ἡμέας ὁ καιρὸς ἕλκει Herod.2.10
; also ἥλκυσμαι λαμπαδάρχης I have been compelled to serve as λ., BGU l.c.4 draw or suck up, [ἥλιος] ἕλκει τὸ ὕδωρ ἐπ' ἑωυτόν Hdt.2.25
; ἕ. τὸν ἀέρα draw it in, breathe it, Hp.Aër.19, Ti.Locr.101d ([voice] Pass.), cf. Philyll.20: ζωὴν φύσιν Archel. ap. Antig.Mir.89; esp. of persons drinking, drink in long draughts, quaff, ; ; τὴν.. τοῦ Πραμνίου [σπονδήν] Ar.Eq. 107; οἶνον ἐκ.. λεπαστῆς TeleclId.24 (lyr.);ἀπνευστί Antiph.74.14
, etc.: with acc. of the cup,δέπας μεστὸν.. ἕλκουσι γνάθοις ἀπαύστοις Id.237
, cf. Eub. 56.7, al.; so ἕ. μαστόν suck it, E.Ph. 987; inhale,ὀσμήν Antig.Mir. 89
; of roots, draw up nourishment, Thphr.HP1.6.10: metaph., χανδὸν καὶ ἀμυστὶ τῶν μαθηυάτων ἕ. Eun.VSp.474D.6 ἕ. βίοτον, ζόαν, drag out a weary life, E.Or. 207 (lyr.), Ph. 1535 (lyr.); προφάσιας ἕ. keep making excuses, Hdt.6.86;πάσας τε προφάσεις.. ἕλκουσι Ar.Lys. 727
; ἕ. χρόνους make long, in prosody, Longin.Proll. Heph.p.83C.: hence intr., ἐπὶ τοσοῦτο λέγεται ἑλκύσαι τὴν σύστασιν.. that the conflict dragged on, lasted, Hdt.7.167, cf. PHib.1.83.9 (iii B.C.):—[voice] Pass.,τῶν ἐγκλημάτων εἱκλυσμένων πλείονα χρόνον Supp.Epigr.2.281
(Delph., ii B.C.); also of a person,ἑλκόμενος καὶ μόγις Pl. R. 350d
.8 draw to oneself, attract, of the magnet, E.Fr. 567; by spells,τινὰ ποτὶ δῶμα Theoc.2.17
, cf.X.Mem.3.11.18, Plot.4.4.40, etc.; πείθειν καὶ ἑ. Pl.R. 458d;ἐχθροὺς ἐφ' ἑαυτόν D.22.59
; draw on,ἐπὶ ἡδονάς Pl.Phdr. 238a
;εἰς τυραννίδας ἕ. τὰς πολιτείας Id.R. 568c
:—[voice] Pass., to be drawn on as by a spell,ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ Pi.N.4.35
;πρὸς φιλοσοφίαν Pl.R. 494e
.9 of things weighed, ἕ. σταθμὸν τάλαντα δέκα draw down the balance, i.e. weigh ten talents, Hdt.1.50, cf. Eup.116: abs., τὸ δ' ἂν ἑλκύσῃ whatever it weigh, Hdt. 2.65; πλεῖον ἕ. Pl.Min. 316a.b ἕ. τὰς ψήφους cast up the account, PPetr.2p.37 (iii B.C.), PHib.1.17.25 (iii B.C.).10 draw or derive from a source,ἐντεῦθεν εἵλκυσεν ἐπὶ τὴν.. τέχνην τὸ πρός φορον αὐτῇ Pl.Phdr. 270a
, cf. Jul.Or.7.207a;τὸ γένος ἀπό τινος Str.11.9.3
; assume,μείζω φαντασίαν Plb.32.10.5
;ὁ ἄρτος ἕλκει χρῶμα κάλλιστον Ath.3.113c
.11 ἑλκύσαι πλίνθους make bricks, Hdt.1.179, cf. PPetr.3p.137; ἕ. λάγανον Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.647e.12 αἱ θυρίδες ἕλκουσι the win dows draw in air, Thphr.Vent.29.13 ἕ. ἑαυτόν, expressing some kind of athletic exercise, Pl.Prm. 135d.B [voice] Med., ἕ. χαίτας ἐκ κεφαλῆς tear one's hair, Il.10.15; ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον drew his chair nearer to the fire, Od.19.506, cf. Semon.7.26.2 draw to oneself, scrape up, amass, τιμάς, ἄφενος ἕλκεσθαι, Thgn.30.3 ἕλκεσθαι στάθμας περισσᾶς in Pi.P.2.90, means lit., to drag at too great a line, i.e. grasp more than one's due-- but whence the metaphor is taken remains unexplained.C [voice] Pass., to be drawn or wrenched, νῶτα.. ἑλκόμενα στερεῶς, of wrestlers, Il.23.715; of the nails, to be curved, Hp.Morb.2.48; to close in when the core is removed, of the timber of certain trees, Thphr.HP5.5.2.
См. также в других словарях:
ελκύω — βλ. πίν. 5 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελκύω — και έλκω έλκυσα, ελκύστηκα, ελκυσμένος, μτβ.,1. τραβώ προς το μέρος μου: Ο μαγνήτης έλκει το σίδερο. 2. μτφ., προσελκύω, θέλγω, γοητεύω: Με ελκύει το χαμόγελό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
ευέλκυστος — η, ο αυτός που ελκύεται εύκολα, ο ευκολοτράβηχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκυστος (< ελκύω), πρβλ. αν έλκυστος] … Dictionary of Greek
εφελκύω — (ΑΜ ἐφελκύω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω] … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
καθελκύω — σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)] … Dictionary of Greek
καθυφέλκομαι — (Μ) ελκύω, τραβώ, προσελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ έλκομαι «προσελκύομαι»] … Dictionary of Greek
καταμισθοδοτώ — καταμισθοδοτῶ, έω (Α) ελκύω κάποιον με μεγάλο ποσό, εξαγοράζω, δωροδοκώ κάποιον … Dictionary of Greek
παρελκύω — ΝΑ 1. παρέλκω, σέρνω κάτι στο πλάι απομακρύνοντας το από την ορθή του πορεία 2. κάνω κάτι να διαρκέσει περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο και καθορισμένο, τό κάνω να αργοπορήσει, καθυστερώ, επιβραδύνω με αναβολές, τρενάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… … Dictionary of Greek