Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἑλκύω

  • 1 притягивать

    1. (придвигать, приближать) έλκω/ελκύω, σύρω, τραβώ 2. (привлекать) ελκύω, προσελκύω, παρασύρω, τραβώ, γοητεύω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > притягивать

  • 2 тянуть

    1. (к себе или за собой) τραβώ, έλκω, ελκύω (ξεν.), (напр. баржу) ρυμουλκώ 2. (протягивать, вытягивать) απλώνω, τείνω, τεντώνω 3. (удлинять, расширять) επιμηκείνω, τραβώ 4. (всасывать, втягивать) τραβώ, αναρροφώ 5. (напр. о дыме) κατευθύνομαι 6. (изготовлять из металла волочением или обрабатывать таким образом металл) διελκώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тянуть

  • 3 вовлекать

    вовлекать, вовлечь προσ ελκύω μπλέκω, παρασέρνω (вмешивать)
    * * *
    = вовлечь
    προσελκύω; μπλέκω, παρασέρνω ( вмешивать)

    Русско-греческий словарь > вовлекать

  • 4 переманивать

    переманивать
    несов, переманить сов δελεάζω, ἐλκύω:
    \переманивать кого-л. на свою сторону προσελκύω κάποιον μέ τό μέρος μου.

    Русско-новогреческий словарь > переманивать

  • 5 увлекать

    увлекать
    несов
    1. σύρω, ἔλκω, παρασύρω/ τραβώ (о воде)·
    2. трен. τραβώ, γοητεύω, ἐλκύω.

    Русско-новогреческий словарь > увлекать

  • 6 влечь

    влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.
    ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.
    влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•

    усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.

    2. μτφ. θέλγω•

    она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.

    влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•

    преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•

    одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.

    1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•

    телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.

    || αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.
    2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•

    ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > влечь

  • 7 завоевать

    -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завоеванный, вр: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταχτώ, κυριεύω•

    завоевать страну παταχτώ χωρά•

    обратно επανακτώ, ξανακυριεύω.

    2. αποκτώ, κερδίζω, παίρνω•

    завоевать победу κατακτώ τη λευτεριά•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    завоевать победу κερδίζω τη νίκη.

    || ελκύω, σαγηνεύω, αιχμαλωτίζω•

    он -ал ее с первого взгляда αυτός την κατάχτησε με την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > завоевать

  • 8 залучить

    -учу, -учишь
    ρ.σ.μ. τραβώ, έλκω, ελκύω, προσελκύω, δελεάζω.

    Большой русско-греческий словарь > залучить

  • 9 манить

    маню, манишь κ. παλ. манишь ρ.δ.μ.
    1. νεύω, κάνω νεύμα, γνέφω, κάνω νόημα•

    манить пальцем κάνω νεύμα με το δάχτυλο.

    2. μτφ. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ•

    хорошая погода -ит на прогулку ο καλός καιρός τραβάει για περίπατο.

    || βαυκαλίζω, παρηγορώ•

    манить кого надеждой, обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, με υποσχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > манить

  • 10 перетянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.
    2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•

    перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.

    4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.
    5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.
    6. ξανατεντώνω.
    7. παρατεντώνω.
    8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•

    левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.

    || υπερτερώ, νικώ στην έλξη.
    9. μαστιγώνω.
    1. ζώνομαι σφιχτά.
    2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη.

    Большой русско-греческий словарь > перетянуть

  • 11 сманить

    сманю, сманишь κ. (παλ.) сманишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сманенный, βρ: -нен, -а, -о κ. сманенный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ, ξεγελώ.
    2. αποπλανώ, ξελογιάζω, ξεμυαλίζω. || βλ. обольстить.

    Большой русско-греческий словарь > сманить

  • 12 attirer

    1) τραβώ
    2) προκαλώ
    3) δελεάζω
    4) δημιουργώ
    5) προσελκύω
    6) φέρω
    7) ελκύω
    8) έλκω

    Dictionnaire Français-Grec > attirer

См. также в других словарях:

  • ελκύω — βλ. πίν. 5 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελκύω — και έλκω έλκυσα, ελκύστηκα, ελκυσμένος, μτβ.,1. τραβώ προς το μέρος μου: Ο μαγνήτης έλκει το σίδερο. 2. μτφ., προσελκύω, θέλγω, γοητεύω: Με ελκύει το χαμόγελό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευέλκυστος — η, ο αυτός που ελκύεται εύκολα, ο ευκολοτράβηχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκυστος (< ελκύω), πρβλ. αν έλκυστος] …   Dictionary of Greek

  • εφελκύω — (ΑΜ ἐφελκύω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω] …   Dictionary of Greek

  • θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καθελκύω — σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)] …   Dictionary of Greek

  • καθυφέλκομαι — (Μ) ελκύω, τραβώ, προσελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ έλκομαι «προσελκύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταμισθοδοτώ — καταμισθοδοτῶ, έω (Α) ελκύω κάποιον με μεγάλο ποσό, εξαγοράζω, δωροδοκώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παρελκύω — ΝΑ 1. παρέλκω, σέρνω κάτι στο πλάι απομακρύνοντας το από την ορθή του πορεία 2. κάνω κάτι να διαρκέσει περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο και καθορισμένο, τό κάνω να αργοπορήσει, καθυστερώ, επιβραδύνω με αναβολές, τρενάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»