-
1 ἑκατόγχειρος
ἑκᾰτόγ-χειρος, ον,A hundred-handed, of Briareus, Il.1.402.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόγχειρος
-
2 ἑκατόγχειρος
ἑκατόγ-χειρος: hundred - handed, Il. 1.402†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑκατόγχειρος
-
3 ἑκατόγχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόγχειρ
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский