-
1 ἑκατόγχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόγχειρ
См. также в других словарях:
λαθρόχειρ — ο, η επιτήδειος κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + χείρ (πρβλ. αυτό χειρ, εκατόγ χειρ). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamoteur, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
πολύχειρ — ο, η, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος αρχ. αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγ χειρ] … Dictionary of Greek
τετράχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. ἑκατόγ χειρ] … Dictionary of Greek
καρκινόχειρες — καρκινόχειρες, οἱ (Α) άνθρωποι που κατά μυθολογική αντίληψη είχαν χηλές, δηλ. δαγκάνες, καβουριών αντί για χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + χειρες (< χείρ), πρβλ. εκατόγ χειρες] … Dictionary of Greek