-
1 ἑκατοντούτης
ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, ὁ, [var] contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14:—fem. [suff] ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντούτης
-
2 ἑκατόντανδρος
ἑκᾰτόντ-ανδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόντανδρος
-
3 ἑκατοντάρουρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάρουρος
-
4 ἑκατονταρχέω
A to be a centurion, D.C.52.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταρχέω
-
5 ἑκατοντάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάρχης
-
6 ἑκατονταρχία
ἑκᾰτοντ-αρχία, ἡ,A post of a centurion, Onos.34.2(pl.), D.C.78.5.II centurion's command, century, J.BJ3.6.2, Ph.2.33 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατονταρχία
-
7 ἑκατοντάρχιον
ἑκᾰτοντ-άρχιον, τό, name of anA eye-salve, Aët.7.11, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάρχιον
-
8 ἑκατόνταρχος
ἑκᾰτόντ-αρχος, ὁ,A = ἑκατοντάρχης, X. Cyr.5.3.41, Ev.Matt. 8.5, Ph.2.131, Plu.Luc.35, Arr.Tact.10.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόνταρχος
-
9 ἑκατοντάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάς
-
10 ἑκατοντέριφον
ἑκᾰτοντ-έρῐφον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντέριφον
-
11 ἑκατοντόργυιος
ἑκᾰτοντ-όργυιος, ον, 100Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντόργυιος
-
12 ἑκατόντορος
A hundredoared, Poll.1.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατόντορος
-
13 μῡρίος
μῡρίοςGrammatical information: adj.Meaning: `countless, immense', usu. in plur. (Il., poet.); pl. (with oppositive acc.) μύριοι `tenthousand' (Hes.Op.252).Compounds: Often as 1. member, e.g. μυριό-καρπος `with countless fruits' (S.), - φόρος ( ναῦς) `tenthousandpounder, big freighter' (Th.); also μυριόντ-αρχος (A., after ἑκατόντ-α.).Derivatives: μυριάς, - άδος f. `the number of 10.000, myriad' (IA.); μυρι-οστός `the tenthousandest' (Att.; after ἑκατοστός, εἰκοστός), - αστός `id.' (hell.; after μυριάς); - οστύς f. = μυριάς (X.; cf. Benveniste Noms d'agent 74); μυρι-άκις `tenthousand times' (Att.), also - οντάκις `id.' (H. as explanation of μυριάκις; after ἑκατοντάκις); μυριονταδ-ικός `of the number tenthousand' (Theo Sm.; from *μυριοντάς after ἑκατοντάς). Further details in Schwyzer 593, 596 n. 4, 597.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not well explained. Since Stokes BB 19, 97 and KZ 40, 249 usually connected with MIr. mūr `mass, many'; cf. also on μύρομαι. Hartner Paideuma 2, 306 considers connection with the word for `ant' in μύρμηξ etc. (s.v.); semant. quite posible, but phonetically difficult.Page in Frisk: 2,271-272Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῡρίος
См. также в других словарях:
κένταρχος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 46 κάτ.) της Σερίφου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου του νομού Κυκλάδων. * * * κένταρχος, ὁ (Μ) (Μ) (στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες,… … Dictionary of Greek
ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… … Dictionary of Greek