-
1 εὐ-προ-φάσιστος
εὐ-προ-φάσιστος, leicht vorzuschützen, αἰτία Thuc. 6, 105; wobei man leicht Ausflüchte machen kann, leicht zu entschuldigen, App. Pun. 64.
-
2 ἐ-προ-φάσιστος
ἐ-προ-φάσιστος, keine Ausrede machend, bereitwillig, σύμμαχοι Xen. Cyr. 2, 4, 10; Sp.; ἀπροφασίστως, στρατεύειν Thuc. 1, 49; Dem. 59, 101; Pol. 1, 55, 4 u. öfter; auch ἀπροφάσιστα, Eur. Bacch. 1000.
-
3 ἐπροφάσιστος
ἐ-προ-φάσιστος, keine Ausrede machend, bereitwillig -
4 εὐπροφάσιστος
εὐ-προ-φάσιστος, leicht vorzuschützen; wobei man leicht Ausflüchte machen kann, leicht zu entschuldigen
См. также в других словарях:
ευπροφάσιστος — εὐπροφάσιστος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει εύκολα ως πρόφαση, ο ευλογοφανής 2. φρ. «εὐπροφάσιστόν (ἐστι)» είναι εύλογο 3. αυτός που αποδέχεται εύκολα προφάσεις. επίρρ... εὐπροφασίστως (ΑΜ) με ευλογοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ φασίζομαι… … Dictionary of Greek