-
1 εύδμητος
-
2 ἐύδμητος
-
3 ευδμητος
эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2хорошо построенный, красиво сооруженный(βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.)
-
4 εὔδμητος
A well-built,βωμός Il.1.448
; ;κολώνα Pi.P.12.3
;ἀγυιαί A.R.1.317
. (Always in [dialect] Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδμητος
-
5 εὔδμητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔδμητος
-
6 εὔδμητος
-
7 ευδματος
-
8 ευδμήτου
εὔδμητοςwell-built: masc /fem /neut gen sg——————ἐϋδμήτου, εὔδμητοςwell-built: masc /fem /neut gen sg -
9 εύδμητον
-
10 εὔδμητον
-
11 εύδματον
ἐύδμᾱτον, εὔδμητοςwell-built: masc /fem acc sgἐύδμᾱτον, εὔδμητοςwell-built: neut nom /voc /acc sg -
12 ἐύδματον
ἐύδμᾱτον, εὔδμητοςwell-built: masc /fem acc sgἐύδμᾱτον, εὔδμητοςwell-built: neut nom /voc /acc sg -
13 εύδμητον
ἐΰδμητον, εὔδμητοςwell-built: masc /fem acc sgἐΰδμητον, εὔδμητοςwell-built: neut nom /voc /acc sg -
14 ἐύδμητον
ἐΰδμητον, εὔδμητοςwell-built: masc /fem acc sgἐΰδμητον, εὔδμητοςwell-built: neut nom /voc /acc sg -
15 εὔ-δμητος
-
16 ευδμήτοιο
-
17 ἐυδμήτοιο
-
18 ευδμήτοις
-
19 ἐυδμήτοις
-
20 ευδμήτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
ἐύδμητος — ἐΰδμητος , εὔδμητος well built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδμητον — εὔδμητος well built masc/fem acc sg εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδμήτου — εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδμητοι — εὔδμητος well built masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύδματον — ἐύδμᾱτον , εὔδμητος well built masc/fem acc sg ἐύδμᾱτον , εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύδμητον — ἐΰδμητον , εὔδμητος well built masc/fem acc sg ἐΰδμητον , εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτοιο — ἐϋδμήτοιο , εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτοις — ἐϋδμήτοις , εὔδμητος well built masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτου — ἐϋδμήτου , εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτους — ἐϋδμήτους , εὔδμητος well built masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)