-
1 ἌΓνυμι
ἌΓνυμι (FΑΓ, καυάξαις), zerbrechen, ἄγνυτον ὕλην Il. 12, 148, fut. ἄξω in compos., aor. ἦξα Il. 23, 392 vgl. Od. 19, 539 ohne Digamma, ἔαξα Theocr. 25, 256 (s. κατάγνυμι); Iliad. 16, 371 πολλοὶ ἵπποι ἄξαντ' ἐν πρώτῳ ῥυμῷ λίπον ἅρματα, nachdem sie zerbrochen hatten, dual. wegen des vor jeden Wagen gespannten Paares von Pferden, Lehrs Aristarch. p. 196 not.; vgl. Iliad. 6, 40; – perf. ἔαγα, ion. ἔηγα, in compos., zerbrochen sein; Pass. pr. ἀγνυμενάων Il. 16, 769. νηῶν Od. 10, 123; von dem sich brechenden Wiederhall ἄγνυτο ἠχώ Hes. Sc. 279. 348, vgl. κέλαδον ἀγνύμενον διὰ στομάτων Pind. frg. 238; vom Fluß, der sich krümmt, περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνύμενος Her. 1, 185; aor. II. ἐάγην, Hom. ἄγη ἔγχος Il. 16, 801; τοῦ δ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι (für ἐάγη-σαν), Il. 4, 214, wo πάλιν ohne Zweifel zu ἐξελκομένοιο gehört, sie brachen, als der Pfeil rückwärts herausgezogen wurde, s. Nicanor. in den Scholl.; – Il. 11, 559 ἐάγη [ᾱ] am Ende des Verses. – In Prosa gew. κατάγνυμι.
См. также в других словарях:
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek