Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐψύγην

См. также в других словарях:

  • ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… …   Dictionary of Greek

  • ψυγεύς — έως, ὁ, Α αγγείο ψύξης τού κρασιού, ψυκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ τού αορ. ἐψύγην τού ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» + επίθημα εύς (πρβλ. σφαγ εύς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»