Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τρασιά

См. также в других словарях:

  • τρασιά — τρασιά̱ , τρασιά hurdle fem nom/voc/acc dual τρασιά̱ , τρασιά hurdle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιά — ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α μσν. τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων αρχ. 1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα 2. τόπος ξήρανσης των σύκων 3. αλώνι 4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • τρασιάν — τρασιά̱ν , τρασιά hurdle fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιαῖς — τρασιά hurdle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιᾶς — τρασιά hurdle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιῆς — τρασιά hurdle fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ters- —     ters     English meaning: dry; thirst     Deutsche Übersetzung: “trocknen, verdorren; Durst, dũrsten”     Material: O.Ind. tr̥ṣyati “dũrstet, lechzt” (= Goth. Þau rsjan), tarṣáyati “läßt dursten, schmachten” (= Lat. torreō , O.H.G.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τέρσω — Α (κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ταρσιά — και τερσιά, ἡ, Α βλ. τρασιά …   Dictionary of Greek

  • τερσιά — ἡ, Α βλ. τρασιά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»