-
1 ἀ-φιλ-έχθρως
ἀ-φιλ-έχθρως, Feindschaften nicht liebend, Tzetz.
-
2 ἐχθρός
ἐχθρός (vgl. ἔχϑω, ἔχϑος), verhaßt, verfeindet, zuwider, von Personen u. Sachen, ἐχϑρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσιν Il. 9, 312, ἐχϑρὰ δέ μοι τοῠ δῶρα ibd. 378, ἐχϑρὸν δέ μοί ἐστιν – μυϑολογεύειν Od. 12, 452; λοιδορῆσαι ϑεοὺς ἐχϑρὰ σοφία Pind. Ol. 9, 41; ἐχϑρος ϑεοῖσιν Ar. Nub. 581; Folgde. – Plat. ϑεοῖς ἐχϑρὸς ὁ ἄδικος, Rep. I, 352 b; auch im milderen Sinne, unangenehm. – Feindselig gesinnt, feindlich, Tragg. u. Prosa, Ggstz von φίλος, φίλον τέως, νῠν δ' ἐχϑρὸν ὡς φαίνει κακόν Aesch. Ch. 987 (wie Ammon. ἐχϑρός erkl. ὁ πρότερον φίλος, δυςμενής aber ὁ χρόνιον πρὸς τόν ποτε φίλον τὸ μῖσος διατηρῶν καὶ δυςδιαλλάκτως ἔχων; über den Unterschied von πολέμιος s. dieses); ἐρίζουσι δὲ οἱ διάφοροι καὶ ἐχϑροὶ ἀλλήλοις Plat. Prot. 327 b, ἦν τῷ Ἄγιδι ἐχϑρός Thuc. 8, 45; auch c. gen., Pind. Ol. 7, 90, wie. Xen. Cyn. 13, 12; ἑαυτοῦ Thuc. 4, 47; ὁ ἐχϑρός, der Feind, ὁ Διὸς ἐχϑρός Aesch. Prom. 120; Folgde. – Adv. ἐχϑρῶς, feindselig, μισεῖν Plat. Legg. III, 679 d; Xen. u. Folgde. – Comparat. ἐχϑίων u. superlat. ἔχϑιστος s. oben. – Die regelmäßige Form ἐχϑρότερος Sinmonds. 58 (V, 161) Antip. Th. 49 (VII, 640) u. öfter in der Anth., auch Dem. prooem. 40, der auch im adv. ἐχϑροτέρως σ χήσειν.sagt, 5, 18; ἐχϑρότατος Pind. N. 1, 64 (aber Ol. 8, 69 ἔχϑιστος); ϑεοῖς ἐχϑρότατον βροτῶν Soph. O. R. 1346; Plat. epigr. 8 (VI, 43), u. öfter in der Anth.
-
3 ἀφιλέχθρως
-
4 ἐχθρός
См. также в других словарях:
ἐχθρῶς — ἐχθρός hated adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρώς — ἐχθρός hated masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek