-
1 εχθρως
враждебно, по-вражески Xen., Plat., Plut. -
2 ανηλεως
-
3 εθελεχθρως
-
4 φιλεχθρως
См. также в других словарях:
ἐχθρῶς — ἐχθρός hated adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθρώς — ἐχθρός hated masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek