Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐχϑροποιός

См. также в других словарях:

  • εχθροποιός — ἐχθροποιός, όν (ΑΜ) αυτός που προκαλεί εχθρότητα, που κάνει κάποιον εχθρό («ἐχθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ποιός (< ποιώ)] …   Dictionary of Greek

  • ἐχθροποιός — causing enmity masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροποιόν — ἐχθροποιός causing enmity masc/fem acc sg ἐχθροποιός causing enmity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροποιῷ — ἐχθροποιός causing enmity masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • εχθροποιώ — ἐχθροποιῶ, έω (Α) [εχθροποιός] κάνω κάποιον εχθρό προς κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἐχθροποιοῦ — ἐχθροποιέω make hostile pres imperat mp 2nd sg (attic) ἐχθροποιέω make hostile imperf ind mp 2nd sg (attic) ἐχθροποιός causing enmity masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροποιῶν — ἐχθροποιέω make hostile pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐχθροποιός causing enmity masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»