Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐχυρότης

См. также в других словарях:

  • εχυρότης — ἐχυρότης, ἡ (Α) [εχυρός] στερεότητα, ασφάλεια («ἀπρόσιτα διὰ τὴν ἐχυρότητα», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐχυρότητα — ἐχυρότης strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχυρότητι — ἐχυρότης strength fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχυρότητος — ἐχυρότης strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»