-
1 εχθιστατος
-
2 εχθρος
I3(compar. ἐχθίων и ἐχθρότερος, superl. ἔχθιστος и ἐχθίστατος, поэт. тж. ἐχθρότατος Pind., Soph., Anth.)1) внушающий ненависть, ненавистный(δῶρά τινος Hom.; θεοῖσιν Hes., Arph.)
ἐχθρόν μοί ἐστιν αὖτις εἰρημένα μυθολογεύειν Hom. — я не люблю вновь пересказывать рассказанное2) ненавидящий, враждебный, неприязненный(γλῶσσα, ὀργαί Aesch.)
ἦν τῷ Ἄγιδι ἐ. Thuc. — (Алкивиад) враждебно относился к АгидуIIὅ враг, ненавистник(τινος Pind., Aesch., Thuc., Xen., Dem. и τινι Thuc., Xen.)
ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνειν Aesch. — с врагами обойтись по-вражески
См. также в других словарях:
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek