-
1 ἔχθιστος
ἔχθιστος, superlat. zu ἐχϑρός, von τὸ ἔχϑος abgeleitet, der verhaßteste, feindseligste; Il. 5, 890; Pind. Ol. 8, 69; Aesch. Prom. 37, u. sonst bei Tragg., wie in Prosa; τὰ ἔχϑιστα ὄντα ἐν τῷ σώματι φίλα ποιεῖν Plat. Conv. 186 d; gew. c. dat., z. B. μετὰ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχϑίστων Thuc. 2, 72; – c. gen., Xen. πρὸς τοὺς ἐκείνου ἐχϑίστους, An. 3, 2, 5. Bei Luc. Tragod. 245 auch ἐχϑίστατος.
См. также в других словарях:
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek