Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐχθοδαπός

См. также в других словарях:

  • εχθοδαπός — ἐχθοδαπός, όν (Α) επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δαπος. Το β συνθετικό κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός*. Κατ άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο δοπός* με το β συνθετικό πάλι κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός] …   Dictionary of Greek

  • ἐχθοδαπόν — ἐχθοδαπός foreign masc/fem acc sg ἐχθοδαπός foreign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθοδοπώ — ἐχθοδοπῶ, έω (ΑΜ) [εχθοδαπός] μσν. μέσ. ἐχθοδοποῡμαι, έομαι πιάνω έχθρα αρχ. φέρομαι εχθρικά, γίνομαι εχθρός με κάποιον («ὅ τέ μ ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»