Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐφόλκιον

См. также в других словарях:

  • ἐφόλκιον — small boat towed after a ship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκίοις — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκίου — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκίων — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκίῳ — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόλκια — ἐφόλκιον small boat towed after a ship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… …   Dictionary of Greek

  • фелюга — небольшое турецкое судно , фелука – то же, южн., фелюк, причерноморск. (Даль). Через франц. felouque из исп. faluca от араб. fulûkа из греч. ἐφόλκιον – то же; см. Литтман 97; Локоч 66; Гамильшег, ЕW 410. •• [См. еще о первоисточнике этого слова …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • φελούκα — η, Ν 1. ναυτ. πλοιάριο παρόμοιο με τη γαλέρα, εφοδιασμένο με ένα ή δύο τριγωνικά ιστία αναρτημένα σε εμπροσθοκλινείς ιστούς, καθώς και με κουπιά, που παλαιότερα χρησίμευε ως βοηθητικό σκάφος τών πειρατών 2. ειρων. κάθε μικρό κωπήλατο ή ιστιοφόρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»