-
1 εφέδρας
ἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem acc plἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐφέδρας
ἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem acc plἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 εφεδρα
-
4 эфедровый
επ.της εφέδρας.
См. также в других словарях:
ἐφέδρας — ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem acc pl ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… … Dictionary of Greek