-
1 ἐφόρασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφόρασις
-
2 ἐφορατέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορατέον
-
3 ἐφορατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορατικός
-
4 ἐφοράω
ἐφορ-άω, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. ἐπορᾶ, inf. ἐπορᾶν, Hdt.1.10, 3.53: [dialect] Aeol. [tense] pres. part. ἐπόρεις ( ἐφορεῖς cod.) Lyr.Adesp. 61: [tense] impf. ἐφεώρων, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.Aἐπώρα Hdt.1.48
: [tense] fut.ἐπόψομαι Od.19.260
, A.Ag. 1642, etc.: [tense] aor. 1ἐπόψατο Pi.Fr.88.6
(but ἐπεῖδον (q.v.) generally used as [tense] aor. 1):—[voice] Pass., [dialect] Dor. [tense] aor. 1 inf.ἐποφθῆμεν Diotog.
ap.Stob.4.1.96: ( ἐπιόψομαι (q.v.), ἐπιώψατο are from a difft. root):— oversee, observe, of the sun,πάντ' ἐφορᾷς καὶ πάντ' ἐπακούεις Il.3.277
, cf. Od.11.109, S.El. 824 (lyr.);ὁπόσας ἐφορᾷ φέγγος ἀελίου E.Hipp. 849
(lyr., codd.); of the gods, watch over, visit,Ζεὺς.. ὅς τε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους ἐφορᾷ Od.13.214
;θεοὶ.. ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες 17.487
;Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τέλος Sol.13.17
;σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι Hdt.1.124
;Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ πάντα S.El. 175
(lyr.); (later c. gen.,χώρα ἧς ὁ Ἥλιος ἐφορᾷ UPZ14.30
(ii B. C.), etc.); ; of men,τὰ πρήγματα ἐπορᾶν τε καὶ διέπειν Hdt.3.53
; [ τὰς πόλεις] Eup. 290;πάντ' ἐφορῶν καὶ διοικῶν D.3.34
;οὐ ῥᾴδιον ἐφορᾶν πολλὰ τὸν ἕνα Arist.Pol. 1287b8
; ἀρχὴ ἐφορῶσα περὶ τὰ συμβόλαια ib. 1321b13; of a general going his rounds, Th.6.67, X.Cyr.5.3.59; visit the wounded, αὐτόπτης ἐ. ib.5.4.18; δαῖτα ἐποψόμενος attend it, Pi.O.8.52 (s. v.l.):— [voice] Pass., of insane persons,δοκοῦσιν ὑπό τινων μειζόνων ἐφορᾶσθαι δυνάμεων Paul.Aeg.3.14
.2 look upon, behold,ἐποψόμενος Τιτυόν Od.7.324
; ἕκαστα τῶν συγγραμμάτων inspect them, Hdt.1.48: freq. c. part.,ἐπόψεαι.. φεύγοντας Il.14.145
;κτεινομένους μνηστῆρας Od.20.233
;ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα Hdt.1.10
;ἐ. τοὺς φίλους εὐδαίμονας γενομένους X. Cyr.8.7.7
, etc.; cf. ἐπεῖδον: esp. of evils.ἐποψόμενος Κακοΐλιον Od. 19.260
, al.; ;τὰ μέλλοντ' οὐδεὶς ἐ. S.Tr. 1270
(anap.), cf. Ar.Th. 1048 (lyr.):—[voice] Pass., ὅσον ἐφεω ρᾶτο τῆς νήσου as much of it as was in view, Th.3.104. -
5 ἐφορεία
ἐφορ-εία, ἡ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορεία
-
6 ἐφορεύω
A = ἐφοράω, c. acc., A.Supp. 627 (anap.), 677 (lyr.), Eu. 531 (lyr.);χώρας Id.Pers.7
(anap.);περί τινος Luc. Charid.10
.II to be ephor, Th.8.6, X.HG1.3.1, Abh.Berl.Akad. 1925(5).8 ([place name] Cyrene), Tab.Heracl.1.122.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορεύω
-
7 ἐφορεῖον
ἐφορ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορεῖον
-
8 ἐφορικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφορικός
См. также в других словарях:
εφορειακός — και εφοριακός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο 2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός ο υπάλληλος τής εφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το… … Dictionary of Greek