-
1 εφιστάνω
-
2 ἐφιστάνω
-
3 ἐφιστάνω
II stop, check, v.l. in Dsc.4.16.2 attend to a thing, c. dat., Plb.5.35.6; consider carefully, πῶς .. Id.11.2.5; εἰ.., ὅτι .., Arr.Epict.1.26.16, 2.18.31; note, of a commentator, Ammon. in APr.68.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφιστάνω
-
4 ἐφιστάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφιστάω
См. также в других словарях:
εφιστάνω — ἐφιστάνω (Α) 1. μτγν. τ. τού ἐφίστημι* 2. σταματώ 3. (με δοτ.) προσέχω, επιμελούμαι, φροντίζω για κάτι 4. βλέπω, θεωρώ προσεκτικά 5. (για σχολιαστές) σημειώνω κάτι 6. (με δοτ.) προσβάλλω, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστάνω, μτγν. τ. τού ἵστημι] … Dictionary of Greek
ἐφιστάνω — ἐπί ἱστάνω pres subj act 1st sg ἐπί ἱστάνω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)