Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐφικτός

См. также в других словарях:

  • ἐφικτός — easy to reach masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… …   Dictionary of Greek

  • εφικτός — ή, ό προσιτός, κατορθωτός, που μπορεί να γίνει, ο δυνατός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφικτά — ἐφικτός easy to reach neut nom/voc/acc pl ἐφικτά̱ , ἐφικτός easy to reach fem nom/voc/acc dual ἐφικτά̱ , ἐφικτός easy to reach fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικτῶν — ἐφικτός easy to reach fem gen pl ἐφικτός easy to reach masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικτόν — ἐφικτός easy to reach masc acc sg ἐφικτός easy to reach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικταῖς — ἐφικτός easy to reach fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικταί — ἐφικτός easy to reach fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικτοῖς — ἐφικτός easy to reach masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικτοί — ἐφικτός easy to reach masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφικτοῦ — ἐφικτός easy to reach masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»