-
1 εφικτός
-
2 ἐφικτός
-
3 ἐφικτός
A easy to reach, accessible, attainable, v.l. for ἀνυστόν in Parm.4.7;οὐκ.. ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.133.1
;οὔτε τέχνη οὔτε σοφίη ἐφικτόν, ἢν μὴ μάθῃ τις Democr.59
;ἐλπίδες ἐφικταί Id.58
, cf. Plb.12.25i.9, Phld.Herc.1457.11;τὸ μέσον ἐπίπαν ἐ. Arist.PA 666a15
;ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Plu.Thes.1
.II ἐφικτόν ἐστι it is possible, c. inf., Plb.9.24.5; καθόσον ἐφικτόν to the best of one's power, Arist. Mu. 391b3;ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Ael.NA5.7
; οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι within reach, Thphr.Lap.25, cf. Ign.70; ἐν ἐφικτῷ τῆς ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι, Plu.2.494e, 496c; εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα coming within reach, D.H.2.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφικτός
-
4 εφικτος
3[adj. verb. к ἐφικνέομαι См. εφικνεομαι]1) достижимый, доступный(ὄφθαλμοῖσιν Emped.; ὀλίγοις Polyb.; εἰκότι λόγῳ Plut.)
εἰς ἐφικτὸν πελάσαι Plut. — подойти на расстояние досягаемости;ἐν ἐφικτῷ γενέσθαι Plut. — оказаться в пределах досягаемости2) возможныйἐφικτόν ἐστι Polyb. — возможно;
ἐν ἐφικτῷ τινος Plut. — в пределах возможности чего-л.;καθ΄ ὅσον ἐφικτόν (лат. pro virili parte) Arst. — насколько возможно -
5 εφικτός
η, όν доступный, достижимый; возможный, осуществимый;θα'πράξω παν το εφικτόν — сделаю всё возможное;
κατά το εφικτόν — по возможности
-
6 ἐφικτός
-ή,-όν A 0-0-0-0-1=1 2 Mc 15,38easy to reach, accessible, attainable -
7 εφικτός
[эфиктос] επ возможный, достижимый. -
8 ἐφικτός
ἐφ-ικτός, erreichbar, wozu man gelangen kann; ἔργον, das man ausführen kann; λόγος ὀλίγοις ἐφ., Wenigen verständlich; καϑ' ὅσον ἐφικτὸν ϑεολογῶμεν περὶ τούτων, nach Kräften, so weit es möglich ist; μία τις ὁδός, δι' ἧς ἐστιν εἰς Ἰταλίαν ἐλϑεῖν ἐφικτόν, auf dem es möglich ist, nach Italien zu kommen; εἰς ἐφι-κτὸν πελάσαι, so weit herankommen, daß man erreicht werden kann; ἐν ἐφικτῷ γενέσϑαι, εἶναι, im Bereich sein, erreichbar sein -
9 εφικτός
faisable -
10 εφικτός
wykonalny przym. -
11 εφικτός
1) proveditelný2) uskutečnitelný -
12 εφικτός
1) feasible2) possibleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εφικτός
-
13 εφικτά
ἐφικτόςeasy to reach: neut nom /voc /acc plἐφικτά̱, ἐφικτόςeasy to reach: fem nom /voc /acc dualἐφικτά̱, ἐφικτόςeasy to reach: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 ἐφικτά
ἐφικτόςeasy to reach: neut nom /voc /acc plἐφικτά̱, ἐφικτόςeasy to reach: fem nom /voc /acc dualἐφικτά̱, ἐφικτόςeasy to reach: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 εφικτών
-
16 ἐφικτῶν
-
17 εφικτόν
-
18 ἐφικτόν
-
19 ανεφικτος
-
20 δυσεφικτος
2трудно достижимый, малодоступный(στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.)
δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. — невозможно пересказать
См. также в других словарях:
ἐφικτός — easy to reach masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… … Dictionary of Greek
εφικτός — ή, ό προσιτός, κατορθωτός, που μπορεί να γίνει, ο δυνατός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφικτά — ἐφικτός easy to reach neut nom/voc/acc pl ἐφικτά̱ , ἐφικτός easy to reach fem nom/voc/acc dual ἐφικτά̱ , ἐφικτός easy to reach fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικτῶν — ἐφικτός easy to reach fem gen pl ἐφικτός easy to reach masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικτόν — ἐφικτός easy to reach masc acc sg ἐφικτός easy to reach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικταῖς — ἐφικτός easy to reach fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικταί — ἐφικτός easy to reach fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικτοῖς — ἐφικτός easy to reach masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικτοί — ἐφικτός easy to reach masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφικτοῦ — ἐφικτός easy to reach masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)