-
1 εφημερίς
-
2 ἐφημερίς
-
3 ἐφημερίς
A diary, journal, esp. a military record, as kept by Alexander's staff, Ath.10.434b, Plu.Alex.23, Arr.An.7.25.1; of Caesar's commentarii, Plu. Caes.22; of office registers, BGU1168.10 (i B.C.).2 day-book, account-book, PCornell1.2(iii B.C.), PCair.Zen.176.357 (pl., iii B.C.), Plu.2.829c. D.L.6.86; εἰς τὰς ἐ. φιλοσοφεῖν to profess philosophy for the ledger, Plu.2.999a.II - ἐφημερία, J.Vit.1: pl., Id.AJ7.14.7, 12.6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφημερίς
-
4 εφημερίδα
-
5 ἐφημερίδα
-
6 εφημερίδας
-
7 ἐφημερίδας
-
8 εφημερίδες
-
9 ἐφημερίδες
-
10 εφημερίδος
-
11 ἐφημερίδος
-
12 εφημερίδων
-
13 ἐφημερίδων
-
14 εφημερίσι
-
15 ἐφημερίσι
-
16 εφημερίσιν
-
17 ἐφημερίσιν
-
18 ἦμαρ
Grammatical information: n.Meaning: `day' (Il.; s. below).Dialectal forms: Myc. amor. amorama \/āmōramar\/ `day after day'? Diwijamero perhaps \/dwi(y)āmeron\/ period of two days', Lamberterie, BSL 94 (1999) 264. Dor. Arc. ἆμαρ, - ατος;Compounds: As 2. member e. g. in ἐνν-, ἑξ-, αὑτ-, παν-, προ-ῆμαρ `nine days long' etc. (Hom.); on the type of comp. Leumann Hom. Wörter 100f. (against Wackernagel Glotta 2, 1ff.). As 1. member e. g. ἡμερό-κοιτος `taking his layer by day, sleaping by day' (Hes.); as 2. member e. g. in ἐφ-ήμερος (Pi., IA; - έριος Od.) `living only a day, transient, dayly' with ἐφημερίς, - ία, - εύω, - ευτήριον.Derivatives: ἠμάτιος `daily, at day' (Hom., Hes.). - Lengthened form ἡμέρα, Ion. - ρη, Dor. etc. ἀμέρα, Locr. ἀμάρα `id.' (Il.); on the meaning v. Windekens Philol. Stud. 11-12, 25ff. On τήμερον, μεσημβρία s. v. Derivv. ἡμέριος ( ἁμ-) `living only one day, dayly' (trag.), ἡμερινός `belonging to the day' (IA.; Chantraine Formation 201), ἡμερήσιος (- ίσιος?; s. Debrunner Glotta 13, 169) `lasting one day, belonging to the day, dayly' (IA.; Chantraine 42), ἡμεραῖος `id.' (pap.), ἡμερούσιος adv. `dayly' (pap. IVp; after ἐπιούσιος; Debrunner l. c.). Denomin. verb ἡμερεύω `spend the day', also with prefix, δι-, παν- (IA.); from there ἡμέρευσις `spending the day' (Aq.).Etymology: A cognate to ἦμαρ, which was Ionisized from Aeol. ἆμαρ and from Homer in Dorianising poetry, also taken over in ceremonial prosaic formulae (Arc. ἄματα πάντα), is Arm. awr `day' (IE * āmōr; cf. τέκμαρ: - μωρ); further not in any language group. Lengthened ἡμέρα (Locr. ἀμάρ-α), on which see Chantraine Formation 228, may have its spiritus from ἑσπέρα (Schwyzer 305, Wackernagel Unt. 45 A. 1). On ἦμαρ and ἡμέρη in Homer Debrunner Mus. Helv. 3, 40ff.; on ἦμαρ used as plural Leumann Hom. Wörter 100, who sees in it against Wackernagel, Benveniste a. o. as an innovation. S. μεσημβρίαPage in Frisk: 1,634-635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦμαρ
-
19 ἀποκυλίω
ἀποκυλίω fut. ἀποκυλίσω; 1 aor. 3 sg. ἀπεκύλισε LXX; pf. pass. ἀποκεκύλισμαι (s. B-D-F §101 p. 46) (s. κυλίω; Diod S 14, 116, 6; Ps.-Apollod. 3, 15, 7; Lucian, Rhet. Praec. 3; Jos., Ant. 4, 284; 5, 359; LXX) roll away τὶ (Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίς 1923, 39 λίθους [IV B.C.]) ἀ. τὸν λίθον (Gen 29:3, 8, 10) Mt 28:2; GPt 12:53; ἀ. τ. λίθον ἐκ τ. θύρας roll the stone away from the entrance Mk 16:3; cp. vs. 4. λίθος ἀποκεκυλισμένος ἀπὸ τ. μνημείου Lk 24:2 (so also the ptc. Mk 16:4 v.l.; the passive also has the same mng. as the intr. roll away: Diod S 20, 14, 6). S. ἀνακυλίω.—DELG s.v. κυλίνδω.
См. также в других словарях:
ἐφημερίς — diary fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εφημερίς — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Ελληνική εφημερίδα που εκδόθηκε από τους αδερφούς Μαρκίδες Πουλίου το 1790 στη Βιέννη. Κυκλοφόρησε έως το 1798. Τα μόνα πλήρη σώματά της βρίσκονται στη μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους και στην Ακαδημία της Ρουμανίας … Dictionary of Greek
Εφημερίς των Αθηνών — Η πρώτη αθηναϊκή εφημερίδα. Αρχικά εκδόθηκε στη Σαλαμίνα, στις 20 Αυγούστου του 1824, από τον Γ. Ψύλλα. Αργότερα, τα τυπογραφεία της μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και στο φύλλο της 6ης Σεπτεμβρίου του 1826 o συντάκτης της ζητούσε συγγνώμη από τους… … Dictionary of Greek
Εφημερίς των Κυριών — Η πρώτη ελληνική γυναικεία εφημερίδα. Ιδρύθηκε από την Καλλιρρόη Παρρέν (βλ. λ.). Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου του 1887. Στόχοι της ήταν η πνευματική και κοινωνική πρόοδος της γυναίκας και η χειραφέτησή της. Η… … Dictionary of Greek
Εφημερίς των Συζητήσεων — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. 1. Ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 1848. Κυκλοφόρησαν συνολικά 3 φύλλα της. Τελευταία φορά εκδόθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1849. 2. Ιδρύθηκε από τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, ως πολιτικό όργανό του.… … Dictionary of Greek
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος — Η πρώτη επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 7 Οκτωβρίου 1825, με διευθυντή τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ήταν δισεβδομαδιαία και εκδιδόταν έως τις 18 Απριλίου 1832, οπότε μετονομάστηκε Εθνική Εφημερίς … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος — Εφημερίδα που εκδόθηκε στην Ύδρα το 1827 από τον Γ. Παντελή και συνέχισε την έκδοσή της από την Αίγινα έως το 1828. Είχε αντικυβερνητική στάση και σήμερα αποτελεί σπουδαία πηγή για τα γεγονότα της εποχής, λόγω του πλούσιου ειδησεογραφικού υλικού… … Dictionary of Greek
Νέα Εφημερίς — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. 1. Ημερήσια πολιτική αθηναϊκή εφημερίδα (1881 97). Πρώτος διευθυντής της ήταν ο Ιω. Καμπούρογλου. 2. Ημερήσια εφημερίδα (1892 1908). Ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Σπ. Καραγιαννίδη. 3. Ημερήσια… … Dictionary of Greek
ЭФЕМЕРИДЫ — • Έφημερίς, ephemeris, 1. дневник, журнал во время путешествия, как у римлян, употреблявших иногда и греческое слово (Cic. Quint. 18, 57. Nep. Att. 13, 6) commentarii и diarium, a именно как в военном, так и в историческом… … Реальный словарь классических древностей
ἐφημερίδα — ἐφημερίς diary fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφημερίδας — ἐφημερίς diary fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)