Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐφελκίς

См. также в других словарях:

  • ἐφελκίς — scab of a sore fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφελκίδα — ἐφελκίς scab of a sore fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφελκίδας — ἐφελκίς scab of a sore fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφελκίδος — ἐφελκίς scab of a sore fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφελκίδων — ἐφελκίς scab of a sore fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφελκίδα — η (Α ἐφελκίς, ίδος) η σκληρή, στερεή ουσία που καλύπτει μιαν απώλεια δερματικής ουσίας και που σχηματίζεται πάνω σε έλκος, σε πληγή, κν. κάκαδο, κρούστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕλκος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»