-
1 ετυμοτης
-
2 ετυμότης
-
3 ἐτυμότης
-
4 ἐτυμότης
ἐτυμότης, ητος, ἡ, die Wahrheit, Wirklichkeit, bes. die eigentliche Bedeutung, Strab. V p. 248; ἡ τοῦ ὀνόματος Sext. Emp. adv. gramm. 247. Bei Sp., wie Plut. Symp. 2, 4, übh. = ἐτυμολογία.
-
5 ἐτυμότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτυμότης
-
6 ἐτυμότης
ἐτυμότης, ητος, ἡ, die Wahrheit, Wirklichkeit, bes. die eigentliche Bedeutung -
7 ετυμότητα
-
8 ἐτυμότητα
-
9 ετυμότητας
-
10 ἐτυμότητας
-
11 ετυμότητι
-
12 ἐτυμότητι
-
13 ετυμότητος
-
14 ἐτυμότητος
См. также в других словарях:
ετυμότης — ἐτυμότης, ἡ (Α) [έτυμος] η αληθινή, η πραγματική σημασία μιας λέξεως, η οποία προκύπτει από την ετυμολογία … Dictionary of Greek
ἐτυμότης — true meaning fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητα — ἐτυμότης true meaning fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητας — ἐτυμότης true meaning fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητι — ἐτυμότης true meaning fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμότητος — ἐτυμότης true meaning fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)