-
1 ετυμότητος
-
2 ἐτυμότητος
См. также в других словарях:
ἐτυμότητος — ἐτυμότης true meaning fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ετυμότητος
2 ἐτυμότητος
ἐτυμότητος — ἐτυμότης true meaning fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)