-
1 ἐτυμολογέω
A argue from etymology, Diogenian. Epicur.2.18, Gal. 5.214.II analyse a word and find its origin,Πλάτων -λογῶν τὸν οἶνον Ath.2.35b
, cf. Corn.ND32; ἐ. τι ὰπό τινος ib. 1, Str.1.2.34;ἔκ τινος An.Ox.3.220
;παρά τι EM220.37
;πρός τι Phlp.
in de An.92.4:—[voice] Pass., -εῖσθαι ταῖς Ἑλληνικαῖς φωναῖς Str.13.1.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτυμολογέω
-
2 ἐτυμολογία
ἐτῠμολογ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτυμολογία
-
3 ἐτυμολογικός
A belonging to ἐτυμολογία, Eust.1799.25; -κά, τά, title of work by Chrysipp. (Stoic.2.9, al.); ἡ-κή the science of etymology, Varro LL7.109; an etymological dictionary,EM
212.13 (pl.), Sch.Il.13.130 (pl.), etc. Adv. -κῶς Eust.396.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτυμολογικός
-
4 ἐτυμόλογος
ἐτῠμόλογ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτυμόλογος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский