-
81 ἐτέεσσιν
-
82 ετέοιν
-
83 ἐτέοιν
-
84 ετέων
ἔταιclansmen: masc gen pl (epic ionic)ἔτηςclansmen: masc gen pl (epic ionic)ἔτοςyear: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
85 ἐτέων
ἔταιclansmen: masc gen pl (epic ionic)ἔτηςclansmen: masc gen pl (epic ionic)ἔτοςyear: neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
86 ετή
-
87 ἑτή
-
88 καετός
-
89 κἀετός
-
90 ουτώ
οὐτάωwound: imperf ind mp 2nd sgοὐτάωwound: pres imperat mp 2nd sgοὐτάωwound: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)οὐτάωwound: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)οὐτάωwound: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)οὐτάζωfut ind act 1st sg (attic epic ionic)——————ἑτῶ, ἑτόςsent: masc /neut gen sg (doric aeolic)ἐτῶ, ἐτάζωexamine: fut ind act 1st sg (attic epic ionic) -
91 ουτώς
-
92 οὑτῶς
-
93 ούτα
οὔτᾱ, οὐτάωwound: imperf ind act 3rd sgοὔτᾱ, οὐτάωwound: pres imperat act 2nd sgοὔτᾱ, οὐτάωwound: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————οὐτάωwound: aor ind act 3rd sg (epic)——————ἔτᾱ, ἔτηςclansmen: masc nom /voc /acc dualἔτα, ἔτηςclansmen: masc voc sgἔτᾱ, ἔτηςclansmen: masc gen sg (doric aeolic)ἔτα, ἔτηςclansmen: masc nom sg (epic)ἔτᾱ, ἔτοςyear: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)ὄτα, ὅτεwhen: aeolic (indeclform conj) -
94 υετός
-
95 ὑετός
-
96 υπάετος
-
97 ὑπάετος
-
98 ἐξέρχομαι
+ V 176-260-124-66-116=742 Gn 4,16; 8,7.16.18.19to go out of, to come out of [abs.] Gn 8,18; id. [τι] Gn 44,4; id. [ἔκ τινος] (of things) Gn 8,16; id. (of pers.) Gn 15,4; to go forth from [ἀπό τινος] Gn 4,16; to proceed from [ἔκ τινος] 1 Sm 2,3; to come forth from [παρά τινος] (of ordinances) Gn 24,50; to be risen (of the sun) Gn 19,23; to go forth to [+inf.] Gn 24,43ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν σοι he will come forth to meet you Ex 4,14; ἐξῆλθεν τὸ ἔτος ἐκεῖνο that year passed, that year came to an end Gn 47,18*Nm 24,7 ἐξελεύσεται shall come out of-אזל? for MT יזל נזל shall flow; *Nm 24,24 ἐξελεύσεται shall come out of (cpr. Sam. Pent.) יצאים?-יצא for MT צים shipssee ἔξειμι→NIDNTT; TWNT -
99 αὐετής
-
100 αὐτοετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοετής
См. также в других словарях:
ἐτός — without reason indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτός — sent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτος — year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
έτος — το 1. χρονική διάρκεια 365 366 ημερών, αλλ. χρόνος, χρονιά. 2. περίοδος εργασίας: Διδακτικό έτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… … Dictionary of Greek
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… … Dictionary of Greek
ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο … Dictionary of Greek
αστρικό έτος — O χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις του Ήλιου στο ίδιο σημείο της ουράνιας σφαίρας σε σχέση με τους αστερισμούς. Είναι ίσο με μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο (σε σχέση με τους αστερισμούς), δηλαδή 365 … Dictionary of Greek