1 αὐετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐετής
2 ἀετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀετής
αυετής — ο (Α) ο αετής* … Dictionary of Greek
αετής — ἀετής, ές (Α) ο αὐετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ Fετής (με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F) < ἀ αθροιστ. + ἔτος] … Dictionary of Greek