Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐτός

  • 1 Year

    subs.
    P. and V. ἔτος, τό, ἐνιαυτός, ὁ; see Season.
    A year old, adj.: P. ἐνιαύσιος.
    Lasting a year: P. and V. ἐνιαύσιος, ἐτήσιος, P ἐπέτειος (Dem. 651). V. ἔτειος.
    This year: use adv., Ar. τῆτες.
    Last year: use adv., Ar. and V. πέρυσι(ν).
    Of last year, adj.: Ar., and P. περυσινός.
    The year before last: use adv., P. προπέρυσι(ν).
    Every year: P. κατὰ ἔτος ἕκαστον, κατʼ ἐνιαυτόν, V. πᾶν ἔτος.
    Twice a year: V. δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ.
    In a space of ten years: V. δεκασπόρῳ χρόνῳ (Eur., Tro. 20).
    A space of ten years.: P. χρόνος δεκαέτηρος, ὁ (Plat.).
    Having been a year gone: V. ἐνιαύσιος βεβώς (Soph., Trach. 165).
    Saved after many years: V. πολυετὴς σεσωσμένος (Eur., Or. 473).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Year

  • 2 year

    [jiə] 1. noun
    1) (the period of time the earth takes to go once round the sun, about 365 days: We lived here for five years, from November 1968 to November 1973; a two-year delay.) έτος, χρόνος, χρονιά
    2) (the period from January 1 to December 31, being 365 days, except in a leap year, when it is 366 days: in the year 1945.) έτος
    2. adverb
    (every year: The festival is held yearly.) μια φορά το χρόνο
    - all the year round
    - all year round
    - long

    English-Greek dictionary > year

  • 3 Yearly

    adj.
    Ar. and P. ἐπέτειος, V. ἔτειος. P. and V. ἐνιαύσιος, ἐτήσιος.
    ——————
    adv.
    P. κατʼ ἐνιαυτόν, κατὰ ἔτος ἕκαστον, V. πᾶν ἔτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yearly

  • 4 academic year

    noun (that part of the year when students go to school, college or university: The academic year ends in June.) ακαδημαϊκό, πανεπιστημιακό έτος

    English-Greek dictionary > academic year

  • 5 leap year

    (every fourth year, which consists of 366 days, February having 29, ie 1996, 2000, 2004 etc.) δίσεκτο έτος

    English-Greek dictionary > leap year

  • 6 light-year

    noun (the distance light travels in a year (nearly 9.5 million million kilometres).) έτος φωτός

    English-Greek dictionary > light-year

  • 7 Annually

    adv.
    P. κατʼ ἐνιαυτόν, κατὰ ἔτος ἕκαστον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Annually

  • 8 Last

    subs.
    Shoemaker's last: P. καλάπους, ὁ.
    ——————
    adj.
    Of time or position: P. and V. τελευταῖος, ἔσχατος, ὕστατος, V. λοίσθιος, λοῖσθος.
    The very last: Ar. and V. πανύστατος.
    Of degree: P. and V. ἔσχατος, τελευταῖος.
    At last: P. and V. τέλος, V. εἰς τέλος, Ar. and P. τὸ τελευταῖον, or use P. and V. τελευτῶν, agreeing with subject.
    A blow would have been dealt at last: V. κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα (Soph., Ant. 260).
    After a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    Breathe one's last: P. ἀποψύχειν (Thuc.). V. ἐκπνεῖν, ἐκπνεῖν βίον, ἐκπνεῖν ψυχήν, ποψυχεῖν βίον; see also Die.
    For the last time: P. and V. ὕστατον, ἔσχατον, Ar. and V. πανύστατον, V. πανύστατα.
    To the last: P. εἰς τοὔσχατον (Thuc. 3, 46).
    Last night: V. ἡδὲ νύξ, ἡ νῦν νύξ, P. ἡ παρελθοῦσα νύξ.
    Last year: Ar. and P. πέρυσι(ν).
    Last year's: Ar. and P. περυσινός.
    The year before last: P. προπέρυσι.
    Last winter: P. τοῦ προτέρου χειμῶνος.
    For about the last four hundred years the Lacedaemonians have enjoyed the same constitution: P. ἔτη ἐστι μάλιστα τετρακόσια... ἀφʼ οὗ οἱ Λακεδαιμόνοι τῇ αὑτῇ πολιτείᾳ χρῶνται (Thuc. 1, 18).
    In the last few days: P. ἐν ταῖσδε ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις (Plat., Crito, 49A).
    For the last ten years I have wasted in misery: V. ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδʼ ἤδη δέκατον (Soph., Phil. 311).
    Last offices to the dead: P. τὰ νομιζόμενα, V. κτερίσματα, τὰ, τὰ πρόσφορα.
    Pay last offices to, v.: V. γαπᾶν (acc.) (Eur. Supp. 764; Hel. 937), γαπάζειν (Eur., Phoen. 1327), P. νομιζόμενα ποιεῖν (dat.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀντέχειν, P. συμμένειν. V. ζῆν, Ar. and P. διαγίγνεσθαι,
    Hold good: P. and V. ἐμμένειν.
    Be prolonged: P. and V. χρονίζεσθαι, V. χρονίζειν.
    V. trans. Suffice: P. and V. ἀρκεῖν (dat.), ἐξαρκεῖν (dat.); see Suffice.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Last

  • 9 year

    1) έτος
    2) χρονιά
    3) χρόνος

    English-Greek new dictionary > year

См. также в других словарях:

  • ἐτός — without reason indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτός — sent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτος — year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • έτος — το 1. χρονική διάρκεια 365 366 ημερών, αλλ. χρόνος, χρονιά. 2. περίοδος εργασίας: Διδακτικό έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • αστρικό έτος — O χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις του Ήλιου στο ίδιο σημείο της ουράνιας σφαίρας σε σχέση με τους αστερισμούς. Είναι ίσο με μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο (σε σχέση με τους αστερισμούς), δηλαδή 365 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»