Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐσχηματισμένως

См. также в других словарях:

  • εσχηματισμένως — ἐσχηματισμένως (ΑΜ) επίρρ. μσν. κρυφά, μυστικά («φανερῶς ἢ ἐσχηματισμένως») αρχ. 1. με συγκεκριμένη μορφή 2. με σχήμα, παραστατικά («ἐσχηματισμένως εἰρῆσθαι») 3. (για επιχείρημα) τεχνικά, εξεζητημένα 4. απατηλά, πλαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐσχηματισμένως — by the possession of form indeclform (adverb) σχηματίζω assume a certain form perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»